Back Up Next
Η δολοφονία του Ρίτσαρντ Νίξον

 Η δολοφονία του Ρίτσαρντ Νίξον

The Assassination of Richard Nixon. ΗΠΑ, 2004. Σκηνοθεσία: Νιλς Μιούλερ. Σενάριο: Κέβιν Κένεντι, Νιλς Μιούλερ. Ηθοποιοί: Σον Πεν, Ναόμι Γουότς, Ντον Τσιντλ, Τζακ Τόμσον, Μάικλ Γουίνκοτ. 103 λεπτά.

 Εκπληκτική ερμηνεία από τον Σον Πεν στο ρόλο του αντιήρωα που αποφασίζει να δολοφονήσει τον πρόεδρο Νίξον, τον οποίο θεωρεί υπεύθυνο για τα «κακώς έχοντα» της τότε αμερικανικής κοινωνίας.

  Στην Αμερική της δεκαετίας του '70 στρέφεται στην ταινία του, «Η δολοφονία του Ρίτσαρντ Νίξον», ο νέος σκηνοθέτης Νιλς Μιούλερ, για να κάνει ένα σχόλιο πάνω στη σύγχρονη κοινωνικο-πολιτική πραγματικότητα. Βάση της ταινίας, ένα αληθινό γεγονός, εκείνο του άγνωστου που σχεδίαζε να δολοφονήσει τον τότε πρόεδρο των ΗΠΑ, Νίξον, οδηγώντας ένα αεροπλάνο στο Λευκό Οίκο.

 Ο Σάμιουελ Μπικ, ο ήρωάς του, ή πιο σωστά ο αντι-ήρωάς του, είναι ένας μοναχικός, αντικοινωνικός άνθρωπος, που στις σχέσεις του με την κοινωνία βλέπει διαρκώς να διαλύεται το αμερικανικό όνειρο της ευημερίας. Το αφεντικό του τον καταπιέζει, η σωστή επαγγελματική του στάση τον φέρνει σε σύγκρουση με ένα περιβάλλον που αδιαφορεί για τον άνθρωπο και τις αξίες του, η τράπεζα αρνείται να του δώσει δάνειο για να ξεκινήσει δική του δουλειά, εμπόδια που έχουν καταστρέψει ακόμη και το γάμο του, ενώ ο πρόεδρος Νίξον, στις ειδήσεις που παρουσιάζει συνεχώς η τηλεόραση γύρω από το σκάνδαλο Γουοτεργκέιτ, εξακολουθεί να γεμίζει το λαό με ψέματα. Κάποτε φτάνει η στιγμή που ο Μπικ θεωρεί πως η πηγή όλων των κακών είναι ο Νίξον, ενσάρκωση του καπιταλισμού, της διαφθοράς και της υποκρισίας. Γι' αυτό κι αποφασίζει να τον δολοφονήσει, κάνοντας αεροπειρατεία για να οδηγήσει το αεροπλάνο κατ' ευθείαν στο Λευκό Οίκο. 

Με σκηνές που πάνε κατευθείαν στο θέμα του και αποσπάσματα από επίκαιρα της εποχής, ο Μιούλερ καταγράφει με λεπτομέρεια και πειθώ την προσωπικότητα του Μπικ, καταφέρνοντας να μας κάνει να αισθανθούμε τα προβλήματά του και να συμπάσχουμε μαζί του. Ο Σον Πεν πέτυχε για μια ακόμη φορά να δώσει μια συγκλονιστική, συγκρατημένη, αυθεντική θα έλεγα, ερμηνεία, το ίδιο δυνατή μ' εκείνες στις ταινίες «Σκοτεινό ποτάμι», «21 γραμμάρια» ή «Το όνομά μου είναι Σαμ».

 

Ο θάνατος του εμποράκου

Με απλά λόγια, έτσι σταράτα και κοφτά: «H δολοφονία του Ρίτσαρντ Νίξον», μέσα στις καλύτερες της χρονιάς!

Από πρώτη, επιπόλαιη, ματιά, το στόρι μοιάζει με προκήρυξη διαμαρτυρίας και καταγγελίας. Ένας εμποράκος, ένας ασήμαντος πωλητής επίπλων, πέφτει από τη μια απώλεια στην άλλη και στο τέλος με περίστροφο και αυτοσχέδιο μηχανισμό, «απάγει» αεροπλάνο με στόχο να το καρφώσει στο Οβάλ Γραφείο και στον Ρίτσαρντ Νίξον. Με δεύτερη ματιά, όμως, όλα αλλάζουν, μετασχηματίζονται και όλα καταλήγουν στην αποσάθρωση του American dream. Ο «Θάνατος του εμποράκου» του Μίλερ να προσπαθεί να ισορροπήσει πάνω σε μια λεπτή, αόρατη κλωστή. Από τη λογική στην τρέλα, από την κοινωνική συνθήκη στην ανατροπή, από το συλλογικό στην ατομική μοναξιά και από τη συμφιλίωση στην αδιέξοδη, αυτοκτονική εξέγερση. Απίστευτο.

Ο πρωτοεμφανιζόμενος Νιλς Μιούλερ μελέτησε, ανέπτυξε, σκάλισε, βάθυνε και οικοδόμησε τον χαρακτήρα του εμποράκου του όσο κανένας άλλος σκηνοθέτης τα τελευταία χρόνια. Προσέξτε κατάδυση επιπέδου πρωταθλητών Ολυμπιακών Αγώνων. Ο Σάμιουελ Μπάικ (Σον Πεν) μπαίνει με την στάμπα της αφέλειας και της παιδικής αθωότητας και βγαίνει επαναστάτης χωρίς αιτία. Στην αρχή να πιστεύει στις δημοκρατικές αρχές του αμερικανικού ονείρου. Ίσα δικαιώματα, ίσες ευκαιρίες. Στη συνέχεια, η αφέλεια και η παιδικότητα να μεταμορφώνονται ανεπαίσθητα σε απελπισία, αβάσταχτη μοναχικότητα και παράνοια. Όσο όλα και όλοι ακυρώνουν την ουτοπία και τις ψευδαισθήσεις του και όσο μεταδίδονται ειδήσεις για το Γουότεργκεϊτ και αποσπάσματα από εμφανίσεις του μεγαλοαπατεώνα Ρίτσαρντ Νίξον, τόσο ο Σάμιουελ αισθάνεται προδομένος, εγκαταλειμμένος, περιφρονημένος. Έτσι, το κοινωνικό πλαίσιο λειτουργεί αντιστικτικά με την ατομική ψυχολογία ενός πλάσματος, που τα μόνα πράγματα που ζητάει είναι αλήθεια, οικογένεια και έντιμη εργασία. H συνέχεια είναι ακόμη πιο απελπιστική.

 Ο Σάμιουελ κόντρα στη φασιστίζουσα ιδεολογία του «Ταξιτζή» (αν και η περίπτωσή του είναι η ανάποδη πλευρά της ταινίας του Σκορσέζε) εγκλωβίζεται, αιχμάλωτος της ουτοπίας του. H «ασθένειά» του όμως δεν είναι εσωτερική, αλλά εντελώς κοινωνική. Όλοι δίπλα του, για να επιβιώσουν, συμβιβάζονται με τους κανόνες και συμφιλιώνονται με την πραγματικότητα. Έτσι, στα μάτια του, εκείνοι - και όχι αυτός - είναι οι... τρελοί. Αντίθετα, εκείνος μέσα του ισορροπεί. Έντιμο κόσμο τού υποσχέθηκαν, έντιμο κόσμο ψάχνει να βρει. Το αποτέλεσμα αυτής της διάστασης, της διπλής διάστασης, ανάμεσα σε αυτόν και τους άλλους, αλλά και ανάμεσα σε αυτόν και ολόκληρο τον περιβάλλοντα κοινωνικό χώρο, δημιουργεί μια τεράστια μαύρη τρύπα. Επομένως, η απόφασή του να λυτρωθεί και ταυτόχρονα να λυτρώσει, σκοτώνοντας τον ηγέτη αυτής της ανυπολόγιστης, της κατακλυσμιαίας καταστροφής, είναι δραματουργικά τόσο φυσικό και λογικό όσο στα γουέστερν ήταν η εξέγερση των φτωχών αγροτών ενάντια στους νταήδες και τους κουμπουροφόρους των μεγαλοτσιφλικάδων. Εκεί, σ' αυτό το σημείο, ο Σάμιουελ συναντά τη μυθολογία του Χριστιανισμού και την αμερικανική ιδεολογία του ατομικού ήρωα. Μόνος εναντίον όλων.

H κατάληξη είναι εξαιρετική. Γιατί, ενώ στο πρώτο επίπεδο η ιστορία είναι προσπελάσιμη και απλή, στο δεύτερο είναι δυσβάστακτη και τρομακτική. Νάρκη η οικογένεια, νάρκη η εργασία, νάρκη η κοινωνία, νάρκη η φιλία. Όλοι οι δρόμοι κλειστοί. Ο εμποράκος μόνος, γυμνός, μικρός. Έστω, σου λέει, θα σκοτώσω. Και συμβαίνει αμφισημία και... διπλό. Στην πιο βίαιη, ακραία, οριακή σκηνή, να συνυπάρχουν όλα μαζί. Ο θάνατος του «Ζαπάτα», η έξοδος των «δύο ληστών» (Ρέντφορντ με Νιούμαν), η απελπισία του Ινδιάνου στον «Μεγάλο δραπέτη» του Πολόνσκι και μαζί με όλα αυτά τα ιδανικά, η... τρομοκρατία!

Με αυτό το τολμηρό, το θαρραλέο θέμα και με αυτήν την πολυεπίπεδη σκηνοθεσία, ο Νιλς Μιούλερ έθεσε υποψηφιότητα για μεγάλα ρεκόρ. Κατάφερε να μετατρέψει το αμερικανικό σύμπαν, ό,τι συνιστά τον σύγχρονο, καπιταλιστικό κόσμο, σε δράμα δωματίου. Και το δράμα δωματίου να το εκτοξεύσει σε μια ιστορία ανείπωτης κοινωνικής απελπισίας, τυφλής εξέγερσης και σταθερής τροχιάς προς τη φωλιά του κούκου. Χωρίς, όμως, τον διαβολεμένο, υποκριτικό χορό του Σον Πεν, από την πιο πειστική αφέλεια και αυθεντική τρυφερότητα μέχρι το ξέσπασμα και την καταιγίδα, όλα θα έμεναν κλειστά χαρτιά. Με αυτήν την ερμηνεία εγκαθίσταται μόνος, αδιαφιλονίκητος γίγας και θεός στην κορυφή του Ολύμπου. Ρολόι ακριβείας οι ρυθμοί του, καζάνι ο ψυχισμός του, αλλεπάλληλες μάσκες το πρόσωπό του. Θα σας το πω όπως ακόμη το ζω: H πιο συγκινητική και ταυτόχρονα ανατρεπτική ταινία του American cinema και του American dream!

Back Home Up Next