Back Up Next
Η θάλασσα μέσα μου

Η θάλασσα μέσα μου

Mare adentro. Ισπανία, 2004. Σκηνοθεσία: Αλεχάντρο Αμενάμπαρ. Σενάριο: Αλεχάντρο Αμενάμπαρ, Ματέιο Τζιλ. Ηθοποιοί: Χαβιέρ Μπαρντέμ, Μπέλεν Ρουέντα, Λόλα Ντουένας, Μάμπελ Ριβέρα. 125 λεπτά.

 Η αληθινή ιστορία ενός τετραπληγικού που αγωνίζεται για το δικαίωμα ν' αποφασίσει για τον θάνατό του. Μια συγκινητική, δοσμένη με χιούμορ κι αγάπη για τη ζωή, ταινία. Το πρώτο αριστούργημα της νέας χρονιάς. Εξαιρετική η ερμηνεία του Χαβιέρ Μπαρντέμ.

  Στην ταινία αυτή του Αλεχάντρο Αμενάμπαρ («Οι άλλοι»), ένας τετραπληγικός, ο Ραμόν Σαμπένδρο, παράλυτος από τον λαιμό ώς τα πόδια, αγωνίζεται για το δικαίωμα να πεθάνει. Ο Ραμόν έχει γύρω του συγγενείς και ανθρώπους που τον αγαπούν και τον φροντίζουν, ακούει την αγαπημένη του μουσική, δέχεται επισκέπτες και γράφει σ' ένα κομπιούτερ με στιλό που κρατάει με το στόμα. Υστερα όμως από 28 χρόνια καρφωμένος στο κρεβάτι, αρχίζει έναν αγώνα για να μπορέσει να δώσει τέρμα στη ζωή του. Το κράτος όμως θεωρεί εγκληματία όποιον τον βοηθήσει να πραγματοποιήσει την επιθυμία του.

 Πρόκειται για μια συγκλονιστική ταινία, βασισμένη σε μια αληθινή ιστορία: εκείνη του Ραμόν Σαμπένδρο από τη Γαλικία που, το 1998, παρ' όλο που δεν κατόρθωσε να πείσει το κράτος να περάσει έναν νόμο για την ευθανασία, κατάφερε τελικά να δώσει τέρμα στη ζωή του, πίνοντας υδροκυάνιο, οργανώνοντας τον θάνατό του μ' έναν έξυπνο τρόπο ώστε νομικά να μην μπορεί να κατηγορηθεί κανείς.

 Πέρα από το θέμα της ευθανασίας, εκείνο που βασικά ενδιαφέρει τον Αλεχάντρο Αμενάμπαρ στην ταινία του είναι να σκιαγραφήσει το πορτρέτο ενός ανθρώπου που αγωνίζεται για το δικαίωμα της ελευθερίας: ελευθερίας να επιλέγει το δικαίωμα στη ζωή ή στον θάνατο. «Μια ζωή σ' αυτήν την κατάσταση δεν έχει αξιοπρέπεια», λέει σε κάποια στιγμή ο Ραμόν. Γιατί κάποτε ο Ραμόν ήταν ένας όλο σφρίγος και ζωντάνια νέος, ναύτης στα νιάτα του, που αγαπούσε τη θάλασσα και του άρεσε να ταξιδεύει και που τώρα, εξαιτίας ενός ατυχήματος στα 25 του χρόνια (βουτώντας στο νερό από έναν βράχο), βρίσκεται παράλυτος στο κρεβάτι.

 Παρά τις προσπάθειες συγγενών και φίλων να τον πείσουν να ζήσει, ο Ραμόν έχει ισχυρά επιχειρήματα. Επιχειρήματα που δεν καταφέρνει να απορρίψει ούτε ο υπεροπτικός -το ίδιο τετραπληγικός μ' αυτόν- παπάς, που κάποια στιγμή έρχεται να τον επισκεφτεί και τον οποίο ο Αμενάμπαρ παρουσιάζει με λεπτή ειρωνεία. Ούτε κι η συμπαθητική χωριάτα, με τον μικρό γιο, που τον ερωτεύεται και που τελικά πείθεται η ίδια και προσφέρεται να τον βοηθήσει στην απόφασή του.

Από τις πιο ωραίες σκηνές της ταινίας είναι εκείνη όπου ο Ραμόν σηκώνεται αργά από το κρεβάτι του (για μια στιγμή, πιστεύεις ότι είναι καλά και πως ξεγελούσε τους άλλους) και πετά κυριολεκτικά στον αέρα για να φτάσει στην παραλία, όπου συναντά τη δικηγόρο του, Χούλια, με την οποία είναι ερωτευμένος. Σ' όλη την ταινία, παρά τη ρεαλιστική γενικά αντιμετώπιση του θέματος, ο Αμενάμπαρ χρησιμοποιεί ένα στιλιζάρισμα στη σκηνοθεσία του (τονισμένο κι από την υποβλητική μουσική, γραμμένη από τον ίδιο), που του επιτρέπει τέτοιες σουρεαλιστικές σκηνές, δίνοντας στην ταινία μια άλλη, ποιητική πνοή. Υπάρχουν στην ταινία σκηνές που σε γεμίζουν δάκρυα, αλλά και σκηνές δοσμένες με χιούμορ και αγάπη για τη ζωή. Ο Αμενάμπαρ κατάφερε να φτιάξει μια ταινία ανθρώπινη, συγκινητική, που, αν και το θέμα της είναι ο θάνατος, αποδεικνύεται τελικά ένας ύμνος στη ζωή και την ανθρώπινη αξιοπρέπεια.

 Ο Αμενάμπαρ βρήκε έναν πράγματι εξαίρετο ηθοποιό για να ενσαρκώσει τον Ραμόν. Τον Ισπανό Χαβιέρ Μπαρντέμ (υποψήφιος για Οσκαρ για τον ρόλο του στο «Πριν πέσει η νύχτα»), που κατάφερε, παρά την πολύ μικρότερη από τον Ραμόν ηλικία του, να δώσει με πειστικότητα, ευαισθησία και δύναμη τον ήρωα, παίζοντας βασικά ακίνητος στο μεγαλύτερο μέρος της ταινίας, μόνο με το βλέμμα και τις συσπάσεις του προσώπου. Με σκοπό να φτιάξει έναν Ραμόν ευγενικό, με φωτεινό χαμόγελο, που κινείται με μια εκπληκτική εσωτερική δύναμη, καταφέρνοντας να κερδίσει τις καρδιές όλων γύρω του. Ερμηνεία που δίκαια του χάρισε το βραβείο ερμηνείας στο Φεστιβάλ Βενετίας, όσο και στο -πιο πρόσφατο- της Ευρωπαϊκής Ακαδημίας Κινηματογράφου και που της αξίζει και το Οσκαρ.

 Tα δέντρα πεθαίνουν όρθια!

 Κατά βάθος ανατριχιαστικό. Kάποτε ο κινηματογράφος έσπρωχνε τους θεατές (πλαγίως, ευθέως δεν έχει σημασία) ν' αλλάξουν τον κόσμο. Σήμερα μερικοί από τους πιο προοδευτικούς διανοητές κάνουν ό,τι μπορούν για να μας συμφιλιώσουν με την ιδέα του θανάτου!

 Το «Mar adentro» («H θάλασσα μέσα μου») του Χιλιανο-Ισπανού Αλεχάντρο Αμεναμπάρ περιγράφει με απόλυτη φυσικότητα και με ηρωισμό που ταιριάζει σ' έναν Τσε Γκεβάρα το σημερινό στίγμα της ανθρώπινης κατάστασης. Το αίτημα δεν είναι να επαναστατήσουμε, να εξεγερθούμε, αλλά να πεθάνουμε με το κεφάλι ψηλά! Αφού δεν Ζούμε (με κεφαλαίο το «Z»), ε τότε ας αυτοκτονήσουμε! Παγώσατε; Κι εγώ!

Ο πανούργος αυτός μικροσκοπικός κινηματογραφιστής, που από τα 25 του χρόνια κατάφερε να εντυπωσιάσει το ζεύγος Τομ Κρουζ - Νικόλ Κίντμαν με αποτέλεσμα ο μεν πρώτος να καπαρώσει για ριμέικ την ταινία «Vanilla sky» η δε Κίντμαν να πρωταγωνιστήσει στο μεταφυσικό του θρίλερ «Οι άλλοι» (επίσης του θανάτου), παγιδεύει συναισθηματικά τον θεατή με το αίτημα της ευθανασίας. Έτσι με την αξιοποίηση μιας ιδιαιτερότητας, αλλά με στόχο μια γενικευμένη πραγματικότητα, ξεπερνάει τα όρια του προσωπικού υπαρξισμού και της «κλινικής» αυτοκτονίας, προκειμένου να περιγράψει την αντίθεση ανάμεσα στην υποκειμενική «ζωή» και τον αντικειμενικό «θάνατο». Πρώτα όμως η ιστορία:

Ο Ραμόν Σαμπρέδο (Χαβιέρ Μπαρντέμ), από τα 25 του παράλυτος αλλά εγκεφαλικά πνευματώδης, αστραφτερός και «ζωντανός», αποφασίζει να βάλει τέρμα στην ζωή του, με τέτοιο τρόπο ώστε η δική του ευθανασία να αποτελέσει δημόσιο παράδειγμα για ευρύτερη κοινωνική μίμηση και επιδοκιμασία. Όμως κανείς από τους δικούς του δεν αποφασίζει να συνεργήσει σε μια τέτοια «εγκληματική» και θρησκευτικά βλάσφημη πρακτική. Έτσι εκείνος καταφεύγει στην αλληλεγγύη μιας περίπου ομοιοπαθούς με αυτόν δικηγόρου και έτσι αρχίζει ο σχεδιασμός μιας μεγάλης ανατριχίλας. Πρώτα θα καταφύγει στα δικαστήρια ώστε να κοινοποιηθεί το αίτημά του. Ύστερα θα πιει το δηλητήριο και στο τέλος, στα ελάχιστα λεπτά που θα του μείνουν, θα κινηματογραφήσει τον επιθανάτιο ρόγχο του. Ο στόχος είναι προφανής. H δημόσια προβολή αυτού του ντοκουμέντου που μοιάζει με ριάλιτι σόου, θα σοκάρει, αλλά στη συνέχεια θα εξοικειώσει τον θεατή με την ιδέα ενός λυτρωτικού, ευεργετικού θανάτου. Άλλωστε ελεύθεροι και στην αρχή και στο φινάλε, γιατί όλα είναι μέσα στη ζωή!

H παγίδα που στήνει ο Αμεναμπάρ είναι διπλή. Επομένως, προσέξτε κι εσείς με διπλή... προσοχή. Το πρώτο μέρος, η όψη των επιφαινομένων (εικόνων, διαλόγων, ερμηνειών, σκηνοθεσίας), είναι τόσο ώριμα καμωμένη που μοιάζει σαν σπάνιο δείγμα του λεγόμενου αφηγηματικού κινηματογράφου, της μεγάλης «παραμυθίας», της χρυσής τομής, εκεί όπου συναντώνται η αφηγηματική, λαϊκή, καθαρότητα με την καλλιτεχνική προοπτική. Χωρίς κανέναν δισταγμό, πιστεύω πως αν η παραγωγή ήταν αμερικανική, τότε πέρα από κάθε αμφιβολία θα σάρωνε στα επερχόμενα Όσκαρ. Δηλαδή: ιστορία δραματική και οριακή με ερμηνείες πρώτης γραμμής!  

«H θάλασσα μέσα μου»: Χαβιέρ Μπαρντέμ, η πιο ζωντανή, χυμώδης ασώματος... κεφαλή!

Ακόμα καλύτερα. H επιδεξιότητα (κυρίως σεναριακή) του Αμεναμπάρ έγκειται στα σλάλομ που κάνει ανάμεσα στις τυποποιημένες συνταγές, αποφεύγοντας τις εύκολες μελοδραματικές λύσεις, τους αυτονόητους κλαυθμούς, τα φτηνά χαρτομάντιλα και τα εκβιαστικά δάκρυα. Το συναίσθημα προέρχεται από τον σαρκασμό, την ειρωνεία, το χιούμορ, τη μαγκιά, τη ζωτικότητα, ακόμα και την αισιοδοξία αυτού του παράλυτου επαναστάτη. Στον θάνατο με σώας τα φρένας, με επεξεργασμένη σκέψη, ακόμα και με... ηδονή. Ένα κεφάλι σαν γιγαντιαίος αποχυμωτής ποίησης, έρωτα και σοφίας. Σαν ερωτεύσιμος αντάρτης που έχει εκπορθήσει όλα τα κάστρα της ζωής και τώρα, για να ολοκληρωθεί, το μόνο που του μένει είναι να κουρσέψει την καρδιά του Άδη. Έτσι οι δακρυγόνοι αδένες του θεατή βρίσκονται σε διαρκή ομηρεία, αφού μέσα του δεν μπορεί να συμφιλιωθεί με την ιδέα ενός πλάσματος, τόσο γοητευτικού και αστραφτερού, που επιδιώκει τον χαμό του. H λογική σε διαρκή αντιδικία με την καρδιά. Όπως λέει και το αμερικανικό σλόγκαν «οι καλοί πεθαίνουν πρώτοι»!

Όμως η αόρατη, η απλησίαστη από το συναίσθημα, δεύτερη παγίδα του Αμεναμπάρ είναι απίστευτα καταλυτική και μελαγχολική. Για να καταλάβετε δεν έχετε παρά να συγκρίνετε αυτή εδώ την ασώματη κεφαλή του Χαβιέρ Μπαρντέμ με την αντίστοιχη του Τίμοθι Μπότομς στον μνημειώδη αντιπολεμικό θρήνο του Ντάλτον Τράμπο «Τζόνι πάρε τ' όπλο σου». Σε αντίθεση με τη γλαφυρότητα και τον πνευματώδη αυτοσαρκασμό του Μπαρντέμ, αυτό το κατακρεουργημένο θύμα της πολεμικής μηχανής, χωρίς πρόσωπο, μάτια, στόμα, γλώσσα θέλει να ζει! Είναι α-πρόσωπος, επειδή η περίπτωσή του είναι συλλογική. Είναι βουβός επειδή η αληθινή Ιστορία δεν έχει ακόμα γραφτεί. Είναι όμως σκεπτόμενος γιατί η ελπίδα ζει!

Και στις δύο περιπτώσεις έχουμε να κάνουμε με ακραίες, στο βάθος, συμβολικές, παραδειγματικές, περιπτώσεις. Γιατί λοιπόν ο Ραμόν Σαμπέδρο θέλει να πεθάνει; Ξεπερνάω την περιπτωσιολογία, γιατί ο κινηματογράφος δεν είναι εφημερίδα. Ξεπερνάω την κλινική του ακινησία γιατί η σκέψη, το συγγραφικό του ταλέντο και η ζωντάνια του αναιρούν επί της ουσίας την παραλυσία. Τότε; Μα είναι φανερό. Ο Ραμόν - σε μια δεύτερη, βαθύτερη, ιδεολογική διάσταση - είναι η συμπυκνωμένη προσωποποίηση μιας τόσο επίκαιρης και τόσο βιωμένης απ' όλους μας, καθημερινής, βασανιστικής σύγκρουσης. Ο Ραμόν, αυτός ο παράλυτος Ραμόν, είναι ζωντανός. Οι άλλοι γύρω του είναι οι νεκροί! H σημερινή πραγματικότητα, όπως αυτή ορίζεται ακόμα και μέσα στο ιδιωτικό του περιβάλλον, δηλητηριάζει το οξυγόνο του, σκοτώνει τη ζωντάνια του, περιφρονεί τις απόψεις του, δεν εκτιμά τις επιλογές του.

Back Home Up Next