Back Up Next
Old Boy

Old Boy

Κορέα, 2004. Σκηνοθεσία: Τσαν-Γουκ Παρκ. Σενάριο: Τζο-Γιουν Χουάνγκ, Τζουν-Χιουνγκ Λιμ, Τσαν-Γουκ Παρκ. Ηθοποιοί: Μιν-Σικ Τσόι, Τζι-Τάε Γου, Χίε-Τζουνγκ Γκανγκ, Ντάε-Χαν Τσι, Νταλ-Σου Ο. 119 λεπτά.

 Συγκλονιστική, βραβευμένη στις Κάνες, ταινία από έναν σημαντικό Κορεάτη σκηνοθέτη, γύρω από την ιστορία μιας εκδίκησης, βουτηγμένης σε μια σκοτεινή, κλειστοφοβική ατμόσφαιρα.

  Μια εκπληκτική, συγκλονιστική ταινία από τη Νότιο Κορέα, από έναν σημαντικό σκηνοθέτη, που κέρδισε το Μέγα Βραβείο στο Φετινό φεστιβάλ των Κανών. Ταινία εκδίκησης που φέρνει στον νου τόσο την αρχαία ελληνική τραγωδία όσο και τις τραγωδίες του Σέξπιρ, που σε παρασύρει στην οδυνηρή πορεία της, κρατώντας σε καθηλωμένο στη θέση σου. Πρωταγωνιστής είναι ο Ντάε-Σου, ένας άντρας απάγεται ξαφνικά και κλείνεται σ' ένα δωμάτιο χωρίς να ξέρει ποιος τον απήγαγε και γιατί. Εκεί τον ταΐζουν και κάθε τόσο τον ναρκώνουν για να μπορούν να τον ελέγχουν, αφήνοντάς του μια τηλεόραση απ' όπου πληροφορείται και τη δολοφονία της γυναίκας του. Ενώ προσπαθεί να θυμηθεί σε ποιον έκανε κακό για να βρεθεί σ' αυτή την κατάσταση, ασκεί παράλληλα το σώμα του για να μπορέσει ν' αντιμετωπίσει τους εχθρούς του. Τελικά, όταν, ύστερα από 15 χρόνια, αφήνεται ελεύθερος, αρχίζει να ψάχνει και τελικά βρίσκει τον άνθρωπο που τον φυλάκισε και βάζει μπροστά ένα τρομερό σχέδιο εκδίκησης. Στη μεγάλη πορεία του για εκδίκηση, ο Ντάε-Σου θα γνωρίσει και μια νεαρή κοπέλα που θα τον βοηθήσει.

 Ο Τσαν-Γουκ Παρκ (σκηνοθέτης της εξίσου εκπληκτικής «Συμπάθεια για τον Μίστερ Εκδίκηση») φτιάχνει μια ταινία βουτηγμένη σε μια σκοτεινή, καφκική ατμόσφαιρα (σ' αυτό βοηθά και η θαυμάσια, μουντή φωτογραφία του Τσουνγκ Τσουνγκ-Χουν), αναμιγνύοντας την αιμομιξία με την ωμότητα στήνοντας σκηνές βίαιες, δοσμένες με έναν ρεαλισμό που ίσως σοκάρει μερικούς (όπως η σκηνή με τον Ντάε-Σου να τρώει ζωντανό ένα τεράστιο χταπόδι ή εκείνη όπου κόβει τη γλώσσα του), αντλώντας ταυτόχρονα από τις ταινίες μυστηρίου, τα αστυνομικά θρίλερ ακόμη και την κωμωδία, οδηγώντας μας συχνά σε απατηλά μονοπάτια, με ιστορίες από το παρελθόν που οδηγούν στα παιδικά χρόνια και χρησιμοποιώντας πολύ έξυπνες ανατροπές, ώς το απρόσμενο, λαμπρό φινάλε του.

 Η σκηνοθεσία του έχει την αμεσότητα του ντοκουμέντου, χωρίς όμως να θυσιάζει σ' αυτό τη με λεπτομέρεια, εικαστικά ιδιαίτερα φροντισμένη, σύνθεση των εικόνων του -από τις πιο εντυπωσιακές σκηνές, κομμάτια ανθολογίας, είναι εκείνες όπου αντιμετωπίζει καμιά δεκαριά αντιπάλους του σ' έναν διάδρομο. Πέρα από το θέμα της εκδίκησης, ο Παρκ βάζει και το θέμα του μανιπουλαρίσματος- στοιχείο που θ' ανακαλύψει στην πορεία του ο Ντάε-Σου· μανιπουλαρίσματος από μια «τυφλή τύχη» ή κάποιο θεό ή και τον ίδιο το σκηνοθέτη. Το ρόλο του Ντάε-Σου ερμηνεύει με ξεχωριστή δύναμη ο Μιν-Σικ Τσόι, που είχαμε θαυμάσει πρόσφατα σε μίαν άλλη εξαιρετική κορεάτικη ταινία, «Μεθυσμένος με γυναίκες και ζωγραφική» του Ιμ Κβον-Τάεκ. Το ίδιο σημαντική είναι η ερμηνεία του Τζι-Τάε Γου, στον ρόλο του υπεύθυνου για τη φυλάκιση του Ντάε-Σου, που ερμηνεύει τον ψυχοπαθή Λι, με το ωραίο, επιβλητικό παρουσιαστικό του, παίζοντας ένα επικίνδυνο παιχνίδι με τον Ντάε-Σου εκβιάζοντάς τον.

 H εκδίκηση είναι δική μου!

 Δύο ταινίες συγκροτούν τη σύγχρονη πρωτοπορία. Kαι οι δύο από την Aσία. Πρώτο το αριστούργημα «Οld boy» του Kορεάτη Tσαν- Γουκ Παρκ. Θα πάθετε την πλάκα σας!

 Ο Βιβάλντι να διευθύνει την ορχήστρα, ο Σέρτζιο Λεόνε με τον Τζον Μπούρμαν να σκηνοθετούν την ταινία και ο Μπαρίσνικοφ, εμπνευσμένος από τον Τσαϊκόφσκι να υπογράφει τη χορογραφία. Αν όλοι αυτοί μαζί αποτελούν μέρος της αφρόκρεμας, τότε ο Κορεάτης Τσαν-Γουκ Παρκ είναι η κινηματογραφική μετενσάρκωση του Βιβάλντι, του Λεόνε, του Μπούρμαν και του Μπαρίσνικοφ στην παγκόσμια οθόνη. Βλέποντας, φίλοι μου, για δεύτερη φορά το «Old boy» βγήκα με απέραντη, ανείπωτη ανακούφιση. Τίποτα στο σινεμά δεν πεθαίνει. Αντιθέτως, όχι μόνο αναγεννάται εκ της τέφρας του, αλλά εκτινάσσεται και σε υψηλότερα επίπεδα σκαρφαλώνει!

Σαν ο κόσμος συμπυκνωμένος σε δύο στρατόπεδα, σε δύο φυλές, σε δύο διαστάσεις. Και σαν μέσα σε πρωτοφανείς, ακραίες καταστάσεις, ο ένας κόσμος να εφορμά και με μανιασμένη λύσσα να γρονθοκοπεί τον άλλο. Σα να ωρύονται εκατομμύρια ντεσιμπέλ και σαν μονομαχία τιτάνων που αιωρούνται, ίπτανται, χορεύοντας τη «Λίμνη των κύκνων» κρατώντας ρόπαλα, σφυριά, μαχαίρια και ψαλίδια. Σαν το προαιώνιο δράμα, από την αρχαιότητα μέχρι τον Σαίξπηρ, να μεταλλάχθηκε και σαν όλα με εκδικητική μανία να στήνουν την πιο θεσπαίσια... κανιβαλική μονομαχία. Και σαν το χαρτί και το ποπ κορν του Ταραντίνο να μεταμορφώνεται σε θρεπτική, πρωταρχική, σαρκική, ιδρωμένη και κορυφαία ουσία! Σαν αίφνης, η οθόνη να αστράφτει και το πιο πανέμορφο, το πιο αμαρτωλό, το πιο τερατώδες... τέρας, ο μάγος στη σκηνή να βγάζει. Επιτέλους ύστερα από τόσα χρόνια, η πρώτη μεγαλειώδης, βίαιη, αιματηρή, περιπετειώδης ιστορία. H άγρια συμμορία!

Από πού ν' αρχίσω και πού να τελειώσω. Συνεπαρμένος από την αντιστικτική θυελλώδη συνουσία Αντόνιο Βιβάλντι - One eye Jack (η εκδίκηση είναι δική μου) και καθηλωμένος από την ανελέητη και σαρωτική επέλαση όλων των τεχνικών που έχει επινοήσει μέχρι τώρα ο ανθρώπινος κινηματογραφικός εγκέφαλος. Όλα και όλοι να χοροπηδάνε: τίγρεις και ταυτόχρονα Συλφίδες, από τη μία μέχρι την άλλη άκρη της οθόνης. Θεέ μου, κάποια στιγμή θα κουραστεί και θα σταματήσει. Τίποτα. H μανία τη μανία να συναντάει!

   «Old boy». Μανιασμένη εκδίκηση υπό τους ήχους του Αντόνιο Βιβάλντι!

Σημείο πρώτο, το πιο ευανάγνωστο και οικείο: Ένας άνθρωπος εγκλωβίζεται στους θεόκλειστους τοίχους ενός μικρού διαμερίσματος. Ούτε ξέρει, ούτε μπορεί να μάθει το γιατί. Απλώς ακούει και μαθαίνει ότι του φόρτωσαν τον φόνο της γυναίκας και της κόρης του. Επί δεκαπέντε χρόνια βομβαρδίζεται από την τηλεοπτική εικόνα και κάθε βράδυ εισπνέει αέρια για καταναγκαστικό μακάριο ύπνο. Τι είναι αυτό; Σουρεαλιστικό δάνειο του Κάφκα. Αλλά και σε μεταφορικό, κοινωνικό, επίπεδο, το σημερινό δικό μας αναμορφωτήριο. Αιχμάλωτοι της αφόρητης μοναξιάς μας, φυλακισμένοι στην ανελέητη ρουτίνα μας, φορτωμένοι από τηλεοπτικά σκουπίδια. Πιθανή κατάληξη; Είτε υποτάσσεσαι και «πεθαίνεις» είτε προπονείσαι και περιμένεις. Ο ήρωάς μας, Ο Ντε-σου, φουσκώνει από εκδίκηση και περιμένει. Με τέτοιο απύθμενο στομάχι και γιγαντιαίο στόμα, έτσι και ανοίξει η πόρτα όλους θα τους κατασπαράξει. H αντίστροφη μέτρηση μόλις άρχισε!

Σημείο δεύτερο, το ίδιο ευανάγνωστο όπως το πρώτο. Αόρατο χέρι τον απελευθερώνει, τον ντύνει και ελεύθερο πια στην κοινωνία τον παραδίδει. Όχι τον ίδιο, αλλά τον.. άλλον. Όχι τον οικογενειάρχη αλλά τον βάρβαρο, τον πρωτόγονο, τον πρωτόπλαστο από ζούγκλα καμωμένο. Το πρόσωπό του χαρακωμένο εκμαγείο - homus erectus. Τα μάτια του να καίγονται από ζωώδη ανεξέλεγκτα ένστικτα. Το σώμα του απόλυτο φονικό όπλο. Πίστη του μία και μοναδική, «είμαι χειρότερος και από κτήνος αλλά δεν έχω δικαίωμα να ζήσω;». Χωρίς άλλη, δεύτερη, επεξεργασμένη σκέψη, αρχίζει να σκαλίζει και κάθε ύποπτο να «ξεσκονίζει». Στον δρόμο του με κατεύθυνση την καιομένη βάτο, ερωτεύεται ένα «λουλούδι» με μισά χρόνια από τα δικά του. H αντίθεση είναι τόσο κολοσσιαία όσο του Κινγκ Κονγκ με τη θεσπέσια Τζέσικα Λανγκ. Κουασιμόδος και Παναγία των Παρισίων. Τα σημαίνοντα και τα σημαινόμενα αρχίζουν να στήνουν πάνω στην πίστα ενός τυπικού, κατά τα άλλα action movie, φρενήρη χορό.

Σημείο τρίτο, ευανάγνωστο κι αυτό αλλά πολυεπίπεδο όπως σε κάθε πρωτοπορία. Αφού πρώτα με τα χέρια του το σύμπαν θα γκρεμίσει και αφού η λύσσα του στιγμή δεν θα κοπάσει πάνω στον αντίπαλο, στον άλλο πόλο, στο αντίθετό του θα καταλήξει. Κουασιμόδος αυτός, γόης, γιάπης και νέος ο εχθρός. Ποιος από τους δύο είναι ένοχος και σκευωρός;

Σημείο τέταρτο, δυσανάγνωστο αλλά όταν το ξεδιπλώσεις, μοιάζει με Σαίξπηρ και αρχαία τραγωδία. Το μυστήριο και το μυστικό είναι θαμμένο στο σχολείο και το παρελθόν. Μου «απαγορεύεται» να το αποκαλύψω αλλά μοιάζει με μολυσμένη, αιμομικτική αυτοκτονία. Σαν δύο κόσμοι να συγκρούονται, όπως πάντα, για διαφορετική αιτία. Με την εξής ανατρεπτική αμφισημία. Ο Κουασιμόδος σαν πληγωμένο ζώο και με καρδιά μικρού παιδιού. Αποκτηνωμένος από άδικη, αμαρτωλή τιμωρία. Εκπαιδευμένος από τον αντίπαλό του, τυφλωμένος να σκοτώνει γιατί τού είναι αδιάφορο αν σκοτωθεί.

Μοιάζει με το τέρας του Φρανκενστάιν

 Κουασιμόδος, Κινγκ Κονγκ, εκδικητής: «Είμαι χειρότερος και από κτήνος, αλλά έχω δικαίωμα να ζήσω»

Ο Ο Ντε-σου είναι η μέγιστη ανατροπή του Ράμπο. Ο άλλος, ο αντίπαλος, ο ψηλός, γοητευτικός, ευκατάστατος, ο νάρκισσος γιάπης, εξωτερικά σαν ζεν πρεμιέρ αλλά στο βάθος κυνικός, αδίστακτος και καταραμένος. Ο Κουασιμόδος αναγκαστικά εγκλωβισμένος, σχεδόν εντοιχισμένος. Ο αφέντης του ελεύθερος αλλά κοινωνικά εντελώς σφραγισμένος από τη μούχλα και τη γαλάζια, βασιλική του αίματος αναπαραγωγή. Είναι βέβαιο και από τις «χορευτικές» εικόνες εντελώς πιστοποιημένο. Ο ήρωάς μας μοιάζει με το τέρας του Φρανκενστάιν Άλλωστε διαρκώς ο «δημιουργός» του με ειρωνεία τού υπενθυμίζει «όταν γελάς, οι άλλοι θα γελάνε και όταν θα κλαις μόνος και έρημος θα κλαις». Σάμπως κι εμείς τι είμαστε; Ομοιώματα του ίδιου «πλάστη», του ίδιου Φρανκεστάιν, παιδιά ενός ανώτερου σατανικού εγκέφαλου, όλοι μα όλοι είμαστε. Και μέχρι εντελώς να αλλοτριωθούμε και σαν τον Ο Ντε-σου μετασχηματιστούμε, ένα πράγμα θα μονολογούμε: Μπορεί να είμαστε χειρότεροι και από τα κτήνη, αλλά έχουμε δικαίωμα να ζούμε!

Back Home Up Next