Back Up Next
Το Παιχνίδι με τη Φωτιά

Burning
Νότια Κορέα, 2018
Σκηνοθεσία: Λι Τσανγκ-ντογκ
Σενάριο: Οχ Τζουνμί, Λι Τσανγκ-ντονγκ
Φωτογραφία: Χονγκ Κιούνγκ-πίο
Μοντάζ: Κιμ Ντα-γουόν, Κιμ Χιούν
Μουσική: Μουόγκ
Πρωταγωνιστούν: Στίβεν Γιούν, Γιου Αχ-ιν, Τζουν Τζονγκ-σέο
Διάρκεια: 148 λεπτά
 

Ο Γιόνγκσου έχασε μόλις τη δουλειά του. Τυχαία θα συναντήσει τη Χάεμι, ένα κορίτσι που έμενε κάποτε στη γειτονιά του. Εκείνη του ζητάει να προσέχει τη γάτα της όσο θα λείπει σε ταξίδι. Όταν επιστρέψει, η σχέση της με έναν μυστηριώδη άντρα θα οδηγήσει την κατάσταση στα άκρα.
Η βασισμένη σε διήγημα του Χαρούκι Μουρακάμι, ταινία του Λι Τσανγκ-ντονγκ που υμνήθηκε από την παγκόσμια κριτική στην πρεμιέρα της στο Φεστιβάλ Καννών. Στην τελική λίστα για τις υποψηφιότητες του Οσκαρ Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας.
Ο νεαρός Γιόνγκσου μόλις έχασε τη δουλειά του και σκέφτεται ότι ήρθε η ώρα να πραγματοποιήσει το όνειρό του γράφοντας το πρώτο του βιβλίο. Ώσπου συναντά τυχαία τη Χάεμι, ένα κορίτσι από το χωριό του, και ζει μαζί του ένα μίνι ειδύλλιο. Όμως η Χάεμι φεύγει για ταξίδι στην Αφρική ζητώντας του να φροντίζει τη γάτα της (την οποία δεν βλέπουμε ποτέ ούτε εμείς ούτε ο Γιόνγκσου) και επιστρέφει με νέο φίλο, τον γοητευτικό Μπεν, που συστήνει στον Γιόνγκσου. Οι τρεις τους θα αρχίσουν να κάνουν στενή παρέα παρότι ο Γιόνγκσου δεν βλέπει με καλό μάτι τον αινιγματικό Μπεν, που αποφεύγει να μιλήσει για την προσωπική του ζωή και κυρίως για τη δουλειά που κάνει (ας πούμε ότι… «παίζω» είναι η απάντησή του στην ερώτηση τι κάνει για να ζήσει).
Ένα διήγημα του Χαρούκι Μουρακάμι γραμμένο για λογαριασμό του αμερικανικού περιοδικού «New Yorker» είναι το έναυσμα για να ανάψει το «Burning». Μια ιστορία μυστηρίου γύρω από τρεις νέους ανθρώπους που δύσκολα αποκαλύπτουν τις προθέσεις τους. Το ιψενικό τρίγωνο του Λι Τσανγκ-ντογκ («Η ποίηση») δεν αναλύεται εύκολα. Κι ο λόγος είναι πως τίποτε από τα απλά (αλλά όχι και τόσο συνηθισμένα) πεπραγμένα της ιστορίας δεν είναι ξεκάθαρο. Από τη γάτα που δεν βλέπουμε σχεδόν ποτέ έως την «εξομολόγηση» του Μπεν ότι του αρέσει να βάζει φωτιά σε θερμοκήπια ή το ακραίο φινάλε, υπάρχει η αμφιβολία μήπως όλα αυτά είναι παιχνίδια του μυαλού ή αποκυήματα της φαντασίας είτε του ερωτοχτυπημένου Γιόνγκσου είτε της αέρινης Χάεμι που ζει με τον δικό της απρόβλεπτο τρόπο τη ζωή. Εκτός του ερωτικού στοιχείου, που είναι διαρκώς παρόν, η ταινία χτίζεται με τρομερή οικονομία και μεθοδικότητα ανάμεσα στο ταξικό στοιχείο (ο πλούσιος Μπεν είναι ένα είδος Γκάτσμπι μπροστά στα μάτια του επαρχιώτη Γιόνγκσου), γύρω από τις βαθιές ανισότητες που χαράζουν τη σύγχρονη Νότιο Κορέα, και το κλασικό κινηματογραφικό παιχνίδι μυστηρίου του φαίνεσθαι και του είναι στο οποίο μεγαλούργησε ο Χίτσκοκ. Τολμάμε να πούμε ότι ως καλός μαθητής του βρετανού μετρ του σασπένς, ο Λι Τσανγκ-ντογκ σε πολλά σημεία ξεπερνάει τον δάσκαλο, επιδεικνύοντας μια αριστοτεχνική και πολυσύνθετη ματιά πάνω στο δέσιμο του γενικού με το ατομικό για χάρη μιας ταινίας που δεν γίνεται ποτέ βαρετή. Ουκ ολίγες φορές το «Burning» μετατρέπεται σε ένα θρίλερ με ποιητικές εκλάμψεις που δεν λησμονεί ποτέ την ταξική του καταγωγή αλλά και την αψεγάδιαστη κινηματογραφική του ταυτότητα. Πρόκειται για ένα ατόφιο κομψοτέχνημα για την ερωτική εμμονή, το κυνήγι της ευτυχίας και τη σύγκρουση δύο αντίθετων κόσμων, που τιμήθηκε από τη Fipresci ως η καλύτερη ταινία του τελευταίου φεστιβάλ Καννών και είναι υποψήφιο για το Όσκαρ Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας.

ΕΝΑΣ ΧΟΡΟΣ ΠΟΥ ΑΝΑΖΗΤΑ ΤΟ ΝΟΗΜΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ
– Μία συζήτηση με το σκηνοθέτη Λι Τσανγκ-Ντογκ.
Του Τσανγκ-Μι Ο

Γνώρισα πρώτη φορά τον Λι Τσανγκ-Ντογκ στη Σχολή Κινηματογράφου το 2010 κι έμαθα την αφήγηση από εκείνον. Μου έμαθε ότι συνήθως δεν επινοούμε μια καλή ιστορία, αλλά τη συναντάμε. Σα ζωντανοί οργανισμοί περιφέρονται ανάμεσα μας κι αν έχουμε αρκετή παρατηρητικότητα, τις ξεχωρίζουμε. Έχω δουλέψει με το Λι πολλές φορές ως σεναριογράφος και συναντήσαμε πολλές ιστορίες στο δρόμο μας. Κάποιες έγιναν σενάρια, αλλά ποτέ ταινίες, γιατί δε μπορούσαμε να βρούμε το λόγο που θα έπρεπε να μεταφερθούν στη μεγάλη οθόνη. Πάνω που είχαμε αρχίσει να κουραζόμαστε, πέσαμε πάνω στο διήγημα του Χαρούκι Μουρακάμι "BARN BURNING." Όπως λέει κι ο σκηνοθέτης, βρήκαμε τη σωστή ιστορία την πιο αναπάντεχη στιγμή.

Ο: Νομίζω ότι ο κόσμος εκπλήσσεται όταν ανακαλύπτει ότι έκανες ταινία βασισμένη σε διήγημα του Μουρακάμι. Πρόκειται μάλιστα για μια ιστορία που δε συμβαίνει τίποτα στην πραγματικότητα. Δεν είναι ο τύπος των ιστοριών που έλεγες στους μαθητές σου ότι θα πρέπει να αποφεύγουν;

Λι: Όταν μου πρότεινες πρώτη φορά την ιστορία ήμουν επιφυλακτικός. Ήταν αρκετά μυστηριώδης, αλλά δε συνέβαινε τίποτα. Είχε όμως κάτι ιδιαίτερα κινηματογραφικό. Ένα μικρό μυστήριο στην ιστορία θα μπορούσε να γίνει πολλά μυστήρια με πολλά επίπεδα κινηματογραφικά. Τα κενά στην εξέλιξη των γεγονότων- το κομμάτι που λείπει και για το λόγο αυτό δε θα μάθουμε ποτέ την αλήθεια- παραπέμπουν στο μυστηριώδη κόσμο που ζούμε σήμερα, τον κόσμο στον οποίο καταλαβαίνεις ότι κάτι είναι λάθος, αλλά δε μπορείς να προσδιορίσεις τι ακριβώς είναι αυτό.

Ο: Ονομάσαμε κάποια γραπτά ‘Project Rage’. Ήθελες να πεις ιστορίες για το θυμό, ειδικά το θυμό που νοιώθουν οι νέοι. Ήθελες ωστόσο να αποφύγεις την πεπατημένη οδό αφήγησης. Με ποιο τρόπο πιστεύεις ότι αυτό διήγημα μιλάει για το θυμό;

Λι: Νομίζω ότι οι άνθρωποι σήμερα, ανεξαρτήτως εθνικότητας, θρησκείας ή κοινωνικού στάτους είναι θυμωμένοι για διαφορετικούς λόγους. Ο θυμός στους νέους ανθρώπους είναι ιδιαίτερα αισθητός. Στην Κορέα οι νέοι υποφέρουν από την ανεργία- δε βρίσκουν ελπίδα στο παρόν και δε βλέπουν βελτίωση στο μέλλον. Ανίκανοι να κατευθύνουν το θυμό τους, νοιώθουν απελπισία. Ωστόσο, ο κόσμος δείχνει να γίνεται πιο εκλεπτυσμένος και βολικός- πλήρως λειτουργικός επιφανειακά. Για τους νέους, ο κόσμος είναι ένα τεράστιο παζλ. Με τον ίδιο τρόπο, ο πρωταγωνιστής της ιστορίας του Μουρακάμι αισθάνεται αδιάφορος μπροστά σε έναν άλλο άντρα του οποίου όμως ολόκληρη η ύπαρξη καλύπτεται από μυστήριο.

Ο: Συμφωνώ. Οι άνθρωποι που έχουν νοιώσει «λίγοι» μπορούν να κατανοήσουν το συναίσθημα της ανικανότητας. Όσο για μένα, την πρώτη φορά που διάβασα τη φράση «άχρηστοι αχυρώνες» τη μετέφρασα σε «άχρηστοι άνθρωποι» και με θύμωσε. Σε ιντρίγκαρε επίσης η ιστορία γιατί ο τίτλος είναι ακριβώς ίδιος με εκείνον ενός διηγήματος του Γουίλιαμ Φόλκνερ.

Λι: Το διήγημα του Φόλκνερ αφορά όντως το θυμό. Παρόλο που η ταινία μας βασίζεται στην ιστορία του Μουρακάμι, συνδέεται άμεσα και με τον κόσμο του Φόλκνερ. Η ιστορία του Φόλκνερ αφορά έναν άντρα και την οργή του ενάντια στον κόσμο και τη ζωή- σε αντίθεση, ο ήρωας του Μουρακάμι καίει αχυρώνες για διασκέδαση, μια αινιγματική ιστορία. Ο αχυρώνας του Μουρακάμι αποτελεί μια μεταφορά κι όχι ένα απτό αντικείμενο, ενώ του Φόλκνερ αντιπροσωπεύει την ίδια την πραγματικότητα.

O: Ο Γιονγκσου, ο ήρωας μας, γίνεται εμμονικός με αυτή τη μεταφορά. Όταν αρχίσαμε να συζητάμε την ταινία για πρώτη φορά, φανταστήκαμε μια βινιέτα με έναν άντρα να κοιτάζει σε ένα πλαστικό θερμοκήπιο. Το θερμοκήπιο το συναντάμε πιο συχνά στην Κορέα από τους αχυρώνες. Ένα θερμοκήπιο διάφανο αλλά λερωμένο. Κι έναν άντρα να κοιτάζει στο κενό. Κάποια μυστικά της ταινίας μας κρυβόντουσαν εκεί.

Λι: Αν ψάχναμε ένα νόημα στη μεταφορά, το θερμοκήπιο στην ταινία είναι μια εικόνα που δεν εξηγείται εύκολα. Έχει συγκεκριμένη μορφή, είναι διάφανο και κενό. Φτιάχτηκε κάποτε για κάποια χρήση αλλά είναι άχρηστο πλέον. Είναι αυθεντικά κινηματογραφικό γιατί δε μπορεί να εξηγηθεί πλήρως. Υπάρχουν κι άλλα στοιχεία που μας μεταφέρουν απλά μια αίσθηση στην ταινία: η γάτα, ο ίδιος ο Μπεν. Ποιος είναι ο Μπέν; Είναι αληθινή η γάτα; Επειδή δε τη βλέπουμε σημαίνει κι ότι δεν υπάρχει; Το κοινό παίρνει τις άδειες ψευδαισθήσεις και τους δίνει νόημα από μόνο του, αλλά ο κόσμος παραμένει πάντα ένα μυστήριο.

Back Home Up Next