Back Up Next
Ευτυχισμένος Λάζαρος

Lazzaro Felice
Ιταλία, Ελβετία, Γαλλία, Γερμανία, 2018
Σκηνοθεσία: Αλίτσε Ρορβάχερ
Σενάριο: Αλίτσε Ρορβάχερ
Φωτογραφία: Ελέν Λουβάρ
Μοντάζ: Νελί Κετιέ
Πρωταγωνιστούν: Αλμπα Ρορβάχερ, Ντείβιντ Μπένεντ, Σερζί Λοπέζ, Νικολέτα Μπράσκι
Διάρκεια: 125 λεπτά


Ο Λάζαρο είναι ένας καλόκαρδος στα όρια της αφέλειας νεαρός χωρικός, ο οποίος γίνεται φίλος με τον αριστοκράτη Τανκρέντι. Ευτυχισμένος από τη σχέση τους, δεν θα διστάσει να βοηθήσει τον τελευταίο όταν εκείνος του ζητάει να σκηνοθετήσουν την ίδια του την απαγωγή.
Η προηγούμενη ταινία της Αλίτσε Ρορβάκερ: Το βραβευμένο με το Μεγάλο Βραβείο της Επιτροπής στις Κάννες “Meraviglie” (“The Wonders”) για μια οικογένεια της ιταλικής επαρχίας που βλέπει την καθημερινοτητά της να διαταράσσεται όταν καταφθάνει εκεί κοντά ένα συνεργείο τηλεοπτικού ριάλιτι και ξεκινά διαγωνισμό στον οποίο η οικογένεια αποφασίζει να συμμετάσχει- παρά τις ενστάσεις του πατέρα. Από εκεί ως τον “Λάζαρο”, η Ρορβάκερ σταθερά ασχολείται στις ταινίες της με τη σύγκρουση του σύγχρονου πολιτισμού με την παράδοση, και το πώς η Ευρώπη αφήνει πίσω τους δεσμούς με την επαρχία.
Η καινούρια: Ο “Ευτυχισμένος Λάζαρος” ξεκινά, φυσικά, στην επαρχιακή Ιταλία συστήνοντάς μας μια πολυμελή οικογένεια που μένει στιβαγμένη σε ένα σπίτι δουλεύοντας σε τραγικές συνθήκες για ένα πάμπλουτο αφεντικό της καπνοβιομηχανίας. Ένας σχεδόν απόκοσμα αγνός και καλοσυνάτος χωρικός θα φτάσει εκεί που δε μπόρεσε κανείς, αλλάζοντας τελείως τα δεδομένα, με έναν τρόπο οριακά μεταφυσικό.
Και πώς είναι: Τρομερά περίεργο τέρας αυτή η ταινία. Δε θέλω να πω τίποτα περισσότερο για τον ακριβή μηχανισμό που μας οδηγεί στην επόμενη πράξη του φιλμ, όμως είναι κάτι το εντυπωσιακό και αξέχαστο, το πώς η ταινία αυτή στέκεται ως λειτουργική κινηματογραφική οντότητα. H Ρορβάκερ κρατά στοιχεία από την παράδοση του ιταλικού σινεμά (αυτό είναι ένα είδος ταινίας στο οποίο πολύ συχνά βλέπουμε το ιταλικό σινεμά να επιστρέφει στο πέρασμα των δεκαετιών) όμως το κάνει με φρέσκες ιδέες και με τρόπο που έναν κεντρικό προβληματισμό απόλυτα σημερινό, τον επαναπλαισιώνει ως κάτι σοκαριστικά αιώνιο.
Η ιταλίδα εξετάζει το πώς οι φεουδαρχικές δομές και η απάνθρωπη ταξικότητα ζουν και βασιλεύουν επανατοποθετημένες μέσα σε νέα όρια και καταλαμβάνοντας νέα τμήματα γης καθώς ο πολιτισμός κινείται προς ένα μέλλον χτισμένο πάνω στις ίδιες ακριβώς προβληματικές δομές. Όλα αυτά τα πετυχαίνει μέσα από μια ιδιόμορφη ιστορία που συνδυάζει στοιχεία φαντασίας και νεορεαλιστικού παραμυθιού, όπου όμως ο ήρωας είναι μια οριακά μεσσιανική φιγούρα που ήρθε για να σώσει, για να δώσει ελπίδα, για να θυσιαστεί- και δεν έχει ιδέα πώς να το κάνει, παγιδευμένος μέσα σε ένα σύστημα αδυσώπητο και ανίκητο.
Η Ρορβάκερ μπλέκει όλα αυτά τα στοιχεία με μια αποστομωτική δεξιοτεχνία καταλήγοντας σε ένα άκρως συζητήσιμο τελευταίο 10λεπτο του φιλμ της, όπου του το subtext γίνεται text με έναν τρόπο τόσο προφανή και πατροναριστικό, που για μέρες μετά την προβολή ήμουν ακόμα θυμωμένος. Ευτυχώς (κι αυτό μπορεί να είναι εντελώς προσωπικό και το καταλαβαίνω απόλυτα) αυτή η επιλογή δε μπορεί ποτέ να χαλάσει ό,τι έχει προηγηθεί. Η Ρορβάκερ απλά επιλέγει να εκφράσει στην κυριολεξία, και δίχως διακριτικότητα, όλα όσα ανέπτυσσε τόση ώρα σε θεματικό επίπεδο.
Θα μπορούσε να είναι χειρότερα και το τέλος να καταστρέφει ολοσχερώς την ταινία, κάτι που δε συμβαίνει. Αν μη τι άλλο την κάνει -μέσα μου- ακόμα πιο συναρπαστική. Διαθέτει κοινωνικά στοιχεία στο βλέμμα της, αποτυπωμένα με έναν φιλόδοξο, πρωτότυπο τρόπο, διαθέτει αφηγηματικά hooks τα οποία μπορούν να γραπώσουν τον κάθε θεατή, πιάνει τον παλμό του θυμού της σημερινής κοινωνίας, και αναπτύσσει επιδέξια ένα κεντρικό επιχείρημα περί μετεξέλιξης και διαχρονικότητας των θεσμών της δουλείας. Ο “Λάζαρος” της Ρορβάκερ είναι μάλλον το καλύτερο σενάριο της χρονιάς (δικαιότατα βραβευμένο στις Κάννες) και είναι, σε κάθε περίπτωση, μια από τις λιγοστές ταινίες του τελευταίου διαστήματος που ενώ αντιδρούν εμφανέστατα σε πολιτικές κρίσεις εντελώς σύγχρονες, δε μοιάζουν παγιδευμένες σε ένα μέρος ή σε μία στιγμή.
Ή, ειλικρινά, να το πούμε κι αυτό, σε έναν μόνο πλανήτη.

Βραβείο Σεναρίου 70o Φεστιβάλ Καννών
Μετά τις ταινίες «Ουράνιο Σώμα» και «Τα Θαύματα», που συμμετείχαν στο Φεστιβάλ Καννών – με τη δεύτερη να κερδίζει και το Μεγάλο Βραβείο της Επιτροπής το 2014 - η πολυβραβευμένη δημιουργός Αλίτσε Ρορβάχερ επιστρέφει με μια αντισυμβατική αλληγορία, μια σύγχρονη ματιά στον Ιταλικό Νεορεαλισμό και βραβεύεται ξανά στις Κάννες, με το Βραβείο Καλύτερου Σεναρίου.

Σημειώσεις της Αλίτσε Ρορβάχερ
Ο «ΕΥΤΥΧΙΣΜΕΝΟΣ ΛΑΖΑΡΟΣ» είναι η ιστορία μιας, μικρότερης σε σημασία για τους ανθρώπους, αρετής. Χωρίς θαύματα, χωρίς εξουσίες ή υπερδυνάμεις, χωρίς ειδικά εφέ. Είναι η αρετή του να ζεις σε αυτόν τον κόσμο χωρίς να σκέφτεσαι τίποτα κακό για κανέναν και απλά να πιστεύεις στους ανθρώπους - γιατί υπάρχει άλλος δρόμος, ο δρόμος της καλοσύνης, που οι άνθρωποι επέλεγαν πάντα να αγνοούν, αλλά που πάντα επανεμφανίζεται για να τους αμφισβητήσει. Σαν κάτι που θα μπορούσαμε να έχουμε, αλλά ποτέ δεν το θέλαμε.

Ταξιδεύοντας στη χώρα μου και στον χρόνο, έχω συναντήσει πολλούς "Ευτυχισμένους Λάζαρους”, ανθρώπους που θα χαρακτήριζα καλούς, αλλά που δεν αφιέρωσαν τη ζωή τους στο να κάνουν οι ίδιοι το καλό, γιατί δεν γνώριζαν τι σημαίνει να «κάνεις το καλό». Είναι αυτοί που μένουν στο παρασκήνιο, αυτοί που παραιτούνται για να αφήσουν χώρο στους άλλους, που δεν θέλουν να «ενοχλούν». Δεν ξέρουν καν πώς να ξεχωρίσουν, ή μάλλον δεν θεωρούν ότι είναι δυνατόν να ξεχωρίσουν. Είναι αυτοί που ολοκληρώνουν τις βαριές, δυσάρεστες δουλειές που αφήνουν οι υπόλοιποι, βάζοντας στη θέση τους τα πράγματα που οι άλλοι προσπερνάνε και που κανείς δεν τους παρατηρεί όταν το κάνουν, κανείς δεν τους προσέχει. Τα βιβλία και οι ταινίες μιλούν πολύ συχνά για τους ήρωες που επαναστατούν, που πολεμούν την αδικία, που μεταμορφώνουν τον εαυτό τους θέλοντας να αλλάξουν τον κόσμο. Αλλά ο δικός μας Λάζαρος δεν μπορεί να αλλάξει τον κόσμο και η αρετή του δεν μπορεί να αναγνωριστεί. Έτσι όπως τους φανταζόμαστε, οι ενάρετοι πρέπει να έχουν δύναμη και χάρισμα, πρέπει να επιβάλλουν τους εαυτούς τους. Αλλά δεν πιστεύω η αρετή, η ιερότητα, είναι χάρισμα. Αντίθετα, πιστεύω ότι αν ένας άγιος εμφανιζόταν σήμερα με μια ουτοπική έκκληση για έναν άλλον τρόπο ζωής, εάν εμφανιζόταν στον σημερινό, σύγχρονο τρόπο ζωής μας, δεν θα τον αναγνωρίζαμε καν, θα βρίσκαμε τον τρόπο να απαλλαγούμε απ αυτόν χωρίς δεύτερη σκέψη. Μιλάμε, βέβαια, για μια θρησκεία με βάση την ανθρωπιά, όχι για μια επίσημη θρησκεία με τα εκθαμβωτικά ρούχα της και τους εβδομαδιαίους κανόνες της.

Ήθελα να χρησιμοποιήσω τις περιπέτειες του Λάζαρο για να μιλήσω – με όσο το δυνατόν πιο ήπιο τρόπο, με αγάπη και χιούμορ – για την τραγωδία που έχει καταστρέψει τη χώρα μου, δηλαδή το πέρασμα από έναν υλικό Μεσαίωνα σε έναν ανθρώπινο Μεσαίωνα: το τέλος του αγροτικoύ πολιτισμού, τη μετανάστευση σε πόλεις χιλιάδων ανθρώπων, που δεν γνώριζαν τίποτα για το σύγχρονο, το μοντέρνο, την απόφαση τους να αφήσουν τα λίγα που είχαν, για ακόμη λιγότερα. Έναν κόσμο βρώμικων εκμεταλλεύσεων που τελειώνει και μετατρέπεται σε έναν νέο κόσμο, πιο γυαλιστερών, πιο ελκυστικών εκμεταλλεύσεων.

Χωρίς να το γνωρίζει, ο Λάζαρο ταξιδεύει στον χρόνο και με μεγάλα φιλικά ανοιχτά μάτια αντιμετωπίζει τις σύγχρονες εικόνες ως αινίγματα. Γιατί ταξιδεύει στον χρόνο; Για να αναδιπλώσει τις σελίδες της Ιστορίας, βλέποντας εποχές που είναι τόσο αντιφατικές αλλά παρόλα αυτά παρόμοιες - ήταν πάντα μια επιθυμία μου όταν ήμουν στο σχολείο να ταρακουνήσω το βιβλίο και να ανακατέψω τις κάρτες. Κι ο κινηματογράφος μπορεί να το κάνει αυτό.

Για να δημιουργήσω την ιστορία ξεκίνησα από ένα πραγματικό γεγονός που με είχε συγκλονίσει: Μια ιστορία, στην οποία μια Μαρκησία στην κεντρική Ιταλία εκμεταλλεύτηκε την απομόνωση μερικών από τα κτήματά της για να κρατήσει τους αγρότες στο σκοτάδι για το ότι είχε έρθει το τέλος της εποχής της «επίμορτης αγροληψίας». Όταν, το 1982, τα συμβόλαια μερικής καλλιέργειας μετατράπηκαν σε συμβόλαια με μισθώσεις ή με αμειβόμενη εργασία, η Μαρκησία έκανε σαν να μη συμβαίνει τίποτα. Έτσι, για μερικά χρόνια ακόμα, οι αγρότες της συνέχισαν να ζουν σε συνθήκες ημι-δουλοπρέπειας, παρά το ότι η κατάργηση της «επίμορτης αγροληψίας» μετέτρεψε μια εκμετάλλευση αιώνων, ή ακόμη και χιλιετίας, σε συμβάσεις επί ίσοις όροις που ρυθμίζονται από τους νόμους του κράτους. Ήμουν πάντα βαθιά συγκινημένη από την ιστορία αυτών των αγροτών που άργησαν σ’ αυτό το ραντεβού με την ιστορία, που είχαν αποκοπεί από την αλλαγή και θα μπορούσαν να πάρουν μόνο τα απομεινάρια μιας τόσο σημαντικής μεταρρύθμισης

Back Home Up Next