Back Up Next
Γυναίκα σε Πόλεμο

Woman at War
Ισλανδία, Γαλλία, Ουκρανία, 2018
Σκηνοθεσία: Μπένεκτιτ Eρλινγκσον
Σενάριο: Μπένεκτιτ Eρλινγκσον , Ολαρουφ Εγκίλ Εγκιλσον
Φωτογραφία: Μπεργκστάιν Μπγιόργκουλφσον
Μοντάζ: Νταβίντ Αλεξάντερ Κορνό
Μουσική: Νταβίντ Μπορ Γιόνσον
Πρωταγωνιστούν: Χαλντόρα Γκαϊρχαρδσντοτίρ, Γιόχαν Σίγκουρνδσον, Χουάν Καμίλο Ρόμαν Εστράντα, Γιόρουντουρ Ράγκναρσον
Διάρκεια: 101 λεπτά


Η 50χρονη Χάλα ζει στο Ρέικιαβικ μια διπλή ζωή: ο κόσμος τη γνωρίζει σαν μια διευθύντρια χορωδίας, ενώ ταυτόχρονα εκείνη είναι μια παθιασμένη ακτιβίστρια που έχει κρυφά κηρύξει πόλεμο ενάντια στην τοπική βιομηχανία αλουμινίου. Ξεκινώντας από μικρούς βανδαλισμούς, η Χάλα καταφέρνει να προκαλέσει ένα βιομηχανικό σαμποτάζ τόσο μεγάλο που προκαλεί προβλήματα στην Ισλανδική κυβέρνηση. Τώρα, και ενώ σχεδιάζει την πιο προκλητική της ενέργεια, λαμβάνει ένα απρόσμενο γράμμα που τα ανατρέπει όλα στη ζωή της.
Μαχητικό, ανθρώπινο, σουρεαλιστικό και ταυτόχρονα άκρως αληθινό, το νέο φιλμ του Μπένεντικτ Eρλινγκσον προσφέρει γέλιο, δράση και πολλή ευαισθησία, ενισχύοντας την πίστη στο νέο ισλανδικό σινεμά. Βραβείο LUX του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για το 2018.
Ηδη από το «Of Horses and Men», το μυθοπλαστικό κινηματογραφικό του ντεμπούτο, ο Μπένεντικτ Eρλινγκσον είχε αποδείξει ότι μπορεί να προσφέρει ταυτόχρονα γέλιο, ειρωνεία, σουρεαλισμό, λεπτή κοινωνική κριτική αλλά και μια ευαίσθητη ματιά, μέσα από αφηγήσεις που τονίζουν την αλληλεξάρτηση της φύσης με τον άνθρωπο, ακόμα κι αν αυτοί οι δεσμοί είναι δύσκολο να διακριθούν σε ένα σύγχρονο αστικό τοπίο.
Στο «Γυναίκα σε Πόλεμο», ο Eρλινγκσον παλεύει για την διατήρηση αυτής της αλληλεξάρτησης εντονότερα από ποτέ, ακόμα και αν η σύγχρονη Ισλανδία απέχει αρκετά από τον χαρακτηρισμό του «αστικού». Η ηρωίδα του, η Χάλλα, είναι μια σύγχρονη ακτιβίστρια, διατεθειμένη να πάει ενάντια σε όλους και σε όλα, με μοναδικό στόχο της διάσωσης της φύσης της χώρας της και κατ’ επέκταση των συνανθρώπων της. Στην πόλη, ο κόσμος την γνωρίζει ως μια αγαπητή διευθύντρια χορωδίας. Εκτός δουλειάς όμως, η Χάλλα κρύβει μια μυστική ταυτότητα, έχοντας κηρύξει έναν όλο και μεγαλύτερης κλίμακας πόλεμο ενάντια στην τοπική βιομηχανία αλουμινίου.
Ρίχνοντας έναν ηλεκτροφόρο πυλώνα την φορά, η Χάλλα καταφέρνει σταδιακά να προκαλέσει ένα βιομηχανικό σαμποτάζ, τόσο μεγάλο, που προκαλεί προβλήματα στα επιχειρηματικά σχέδια της ισλανδικής κυβέρνησης (και στις ανέμελες διακοπές ενός ισπανόφωνου τουρίστα). Μόνο που λίγο πριν πραγματοποιήσει την πιο παράτολμη ακτιβιστική της ενέργεια, η Χάλλα λαμβάνει ένα απρόσμενο γράμμα που για πρώτη φορά θα τη θέσει αντιμέτωπη με το μέλλον της ως πολίτης, ως άνθρωπος και ως μητέρα.
Ανατρέποντας τις συμβάσεις όπως και η ηρωίδα της, η ταινία του Eρλινγκσον δεν είναι μια αγωνιώδης περιπέτεια, αν και περιέχει εξαιρετικά καλοστημένες σκηνές δράσης. Ούτε είναι μια κωμική ταινία, αν και περιέχει αρκετές σκηνές που, με πολύ ισλανδικό χιούμορ, μπορούν να προκαλέσουν αβίαστα το γέλιο. Πάνω από όλα δε, δεν είναι μια γλυκερή συναισθηματική ταινία, παρά το γεγονός ότι η ευαισθησία, η ενσυναίσθηση και η συντροφικότητα βρίσκονται πολύ οργανικά μέσα στον αφηγηματικό της πυρήνα.
Αντιθέτως, το «Γυναίκα σε Πόλεμο» είναι ένα φιλμ που συνδυάζει όλα τα παραπάνω, χωρίς όμως ποτέ να λυγίζει από το βάρος των συμβάσεων και των προσδοκιών. Η ματιά του είναι σταθερή και σίγουρη, η καρδιά του είναι ζεστή και γεμάτη τρυφερότητα, η λογική του είναι ψυχρή αλλά και γεμάτη κατανόηση. Κατά μία έννοια, η Χάλλα της ταινίας είναι το πορτρέτο της σύγχρονης Ισλανδίας, μια προσωπικότητα πολυσύνθετη, προβληματική αλλά και εξόχως μαχητική, σε ένα συνεχή αγώνα για να βρει τη θέση της σε ένα σύγχρονο, τάχιστα μεταβαλλόμενο κόσμο.
Και δεν είναι απλά η εξαιρετική φωτογραφία που αποθεώνει τη γεωγραφία και τον ορίζοντα της Ισλανδίας ή η σουρεαλιστική επιλογή της ενσωμάτωσης της μουσικής στην αφήγηση (ένα τρικ που ίσως βέβαια θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί λιγότερο εκτενώς) που κάνουν την ταινία του Eρλινγκσον να κερδίζει τόσο εύκολα τις εντυπώσεις. Είναι η αμεσότητα της ματιάς της Χαλντόρα Γκαϊρχαρδσντοτίρ (στον διπλό ρόλο της Χάλλα και της αδερφής της) και οι απρόσμενες στροφές της αφήγησης κάθε φορά που εμφανίζεται ο κίνδυνος ενός κλισέ, που μετατρέπουν τελικά ολόκληρη την αφήγηση σε μια ευχάριστη έκπληξη, καθώς ελίσσεται ανάμεσα σε διαφορετικά φιλμικά είδη και διαθέσεις.
Οσοι περιμένουν μια συμβατική κορύφωση της αφήγησης ίσως απογοητευτούν με το φινάλε, το οποίο επιδιώκει κυρίως να ορίσει την ίδια την Χάλλα ως άνθρωπο και όχι να προσφέρει ένα βολικό τέλος στην ιστορία της ή ένα εξίσου «ασφαλές» κοινωνικό μήνυμα.
Ομως τελικά, αυτό είναι το «Γυναίκα σε Πόλεμο» του Μπένεντικτ Eρλινγκσον: ένα προσωπικό αλλά και συλλογικό πορτρέτο που, ακόμα κι αν δεν είναι σίγουρο αν ο αγώνας του θα στεφθεί με απόλυτη ή έστω μερική επιτυχία, πιστεύει στην προσωπική ενδυνάμωση, στη σύνδεση του παρελθόντος με το μέλλον και, κυρίως, στην καθοριστικής σημασίας, πίστη σε όλα όσα ορίζουν τον κάθε άνθρωπο, και κατά συνέπεια, τον προορισμό του.

ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΤΟΥ ΣΚΗΝΟΘΕΤΗ

Αυτή η ταινία είναι μια ηρωική ιστορία τοποθετημένη στο σύγχρονο κόσμο μας που συνεχώς απειλείται. Πρόκειται για μια ηρωική ιστορία, μια περιπέτεια. Ένα σοβαρό «παραμύθι» που το αφηγείσαι, χαμογελώντας.

Η ηρωίδα μας στέκεται σε αυτόν τον κόσμο σαν τη θεά Άρτεμις, την προστάτιδα του ιερού και της φύσης. Μόνη, αντιμέτωπη με έναν πλανήτη που αλλάζει με ταχύτητα, αναλαμβάνει το ρόλο να σώσει τη μάνα-γη και τις μελλοντικές γενιές. Η οπτική μας είναι πολύ κοντά σε αυτή της ηρωίδας και γι’ αυτό έχουμε τόσο καλή αντίληψη και «χαρτογράφηση» της ψυχολογίας της. Υπάρχει ένα βιβλίο της Άστριντ Λίντγκρεν, το "Αδελφοί Λεοντόκαρδοι", στο οποίο υπάρχει ένας διάλογος ανάμεσα στα δύο αδέλφια: «Τότε ο Τζόναθαν είπε πως υπάρχουν κάποια πράγματα που οφείλεις να κάνεις, ακόμα κι αν είναι δύσκολα και επικίνδυνα. “Γιατί αυτό;” ρώτησα ξαφνιασμένος.“Αλλιώς δεν είσαι πραγματικά άνθρωπος, αλλά μια μικρή σκατούλα.”» Αυτή η ταινία είναι για μια γυναίκα που προσπαθεί να σταθεί ως αληθινός άνθρωπος.

ΤΑΙΝΙΑ, ΟΡΧΗΣΤΡΑ και ΧΟΡΩΔΙΑ

Η ταινία μας είναι η ιστορία μιας ηρωίδας.

Η ηρωίδα μας είναι μουσικός.

Η ηρωίδα μας σώζει τον κόσμο.

Η ταινία έχει μουσική.

Οι μουσικοί που παίζουν τη μουσική φαίνονται στην κάμερα.

Πρόκειται για τις εσωτερικές δυνάμεις που μάχονται την ψυχή της ηρωίδας.


Γιατί; Οι αρχαίοι Έλληνες πίστευαν πως οι δημιουργικοί άνθρωποι έχουν κυριευτεί από κάποιο δαιμόνιο ή πως τους ακολουθεί κάποιος δαίμονας που τους εμπνέει με καλές ιδέες. Γι’ αυτό, σύμφωνα με τον Πλάτωνα, η διάνοια του Σωκράτη οφειλόταν στο δαιμόνιό του. Ένα δαιμόνιο μπορούσε να είναι ένα είδος μούσας, η οποία ψιθυρίζει καλές συμβουλές στο αυτί του κάθε ήρωα. Στη Ρώμη, αυτή η ιδέα αποδιδόταν στη διάνοια που είχε ο κάθε άνθρωπος, η οποία, ως άλλος φύλακας άγγελος, τον ακολουθούσε σε όλη του τη ζωή, από την κούνια έως και τον τάφο. Κάποιοι Ρωμαίοι ήταν λιγότερο τυχεροί σε σχέση με άλλους αναφορικά με τη διάνοια που τους τύχαινε και γι’ αυτό και οι ίδιοι απέδιδαν κάθε κακοτυχία ή αναποδιά που τους συνέβαινε σε εκείνη.

Οι μουσικοί και η ουκρανική χορωδία αποτελούν ένα είδος τέτοιων δαιμονίων, που προσπαθούν να εμφυσήσουν στην ηρωίδα μας θάρρος, δύναμη και καλές ιδέες. Και ακριβώς όπως ο ελληνικός χορός (στις αρχαίες τραγωδίες) έτσι κι εκείνοι απευθύνονται τόσο στην ηρωίδα όσο και στο κοινό και υπογραμμίζουν σημαντικές αποφάσεις με κάποια δυναμική χορογραφία.

Αλλά υπάρχει κι άλλος ένας λόγος που ήθελα να φαίνονται οι μουσικοί στην ταινία κι αυτό έχει να κάνει με την ιδέα της «αποστασιοποίησης», μια έννοια που έχει αποδοθεί στον Μπέρτολτ Μπρεχτ, αλλά η οποία έχει μακρά ιστορία στο χώρο του θεάτρου και της ψυχαγωγίας.

Με άλλα λόγια, κάθε φορά που ένας μουσικός παίζει το μουσικό θέμα μπροστά στην κάμερα είναι σαν να θέτει ο δημιουργός εισαγωγικά στη συγκεκριμένη σκηνή, προκειμένου να μας υπενθυμίσει πως βρισκόμαστε στο σύμπαν μιας μυθοπλασίας και πως, πίσω από όλα όσα διαδραματίζονται μπροστά στα μάτια μας, υπάρχει ένα μήνυμα ή ένα συμπέρασμα στο οποίο το κοινό οφείλει να καταλήξει με βάση το θέαμα που παρακολουθεί. Θα λέγαμε πως, με αυτόν τον μηχανισμό, θέλω να έρθω σε μια συμφωνία με το κοινό αναφορικά με το είδος της ταινίας που παρακολουθεί και τους κανόνες, τους οποίους αυτή ταινία ακολουθεί.

Είναι η ιστορία μιας ηρωίδας σε έναν κόσμο κορεσμένο από ιστορίες για ήρωες που σώζουν τον κόσμο. Ανήκω στη μερίδα εκείνη του κοινού που, πιθανώς, να χρειάζεται κάποιο χέρι βοηθείας προκειμένου να αφεθεί και να απολαύσει μια τέτοιου είδους ιστορία.

ΚΑΙ ΚΑΠΟΙΕΣ ΠΕΡΑΙΤΕΡΩ ΣΚΕΨΕΙΣ…
Τι είναι άραγε αυτή η ταινία, που ο ίδιος ο δημιουργός της, διαρρηγνύοντας, μάλιστα, με την τακτική παρουσία της ορχήστρας και της χορωδίας, τη βασική σύμβαση του κινηματογράφου μυθοπλασίας, αρνείται να κατατάξει σε κάποιο είδος;

-Ένα οικολογικό παραμύθι μιας «μασκοφόρου εκδικήτριας» που αυτοπροσδιορίζεται ως «Γυναίκα του Βουνού» και η οποία υπερασπίζεται «απλά» τη Φύση που είναι απαραίτητη για την επιβίωση της ανθρωπότητας και, γενικότερα, όλης της ζωής στη Γη και εναντιώνεται στη βιομηχανία, που ρυπαίνει και ευθύνεται σε μεγάλο βαθμό για την υπερθέρμανση του πλανήτη και το πλήθος οικολογικών καταστροφών σε όλο τον κόσμο;


-Μια προσωπική μάχη που εκφράζει, ίσως, και μια πολύ κοινή φαντασίωση, ότι μπορεί κανείς να αλλάξει τον κόσμο μόνος του;

-Μια πολιτική μάχη, ένα σχόλιο για τη δημοκρατία και τα περιθώρια ερμηνείας των νόμων;

Όπως επισημαίνει και ο σκηνοθέτης και σεναριογράφος, «Η ταινία αυτή, όπως και η ζωή, εμπεριέχει τα πάντα και δεν επιδέχεται κατηγοριοποίησης σε κάποιο είδος…». Το μόνο σίγουρο είναι πως, για τον Μπένεντικτ Έρλινγκσον, όπως προκύπτει και από τη φιλμογραφία του, «τα δικαιώματα της φύσης» πρέπει να λογίζονται ισάξια με «τα ανθρώπινα δικαιώματα» και να προστατεύονται νομοθετικά σε εθνικό και διεθνές επίπεδο

Back Home Up Next