Back Up Next
Κλέφτες Καταστημάτων

Shoplifters
Ιαπωνία, 2018
Σκηνοθεσία: Χιροκάζου Κόρε-Εντα
Πρωταγωνιστούν: Σακούρα Αντο, Λίλι Φράνκι, Μάγκου Ματσουόκα, Τζίο Καΐρι
Διάρκεια: 121 λεπτά


Με μία ψιθυριστή, μικρή ταινία με τεράστια καρδιά, ο Ιάπωνας ουμανιστής σκηνοθέτης παρουσίαζει μία άλλη όψη των κλεμμένων στιγμών στη ζωή και στο σινεμά. Χρυσός Φοίνικας στο Φεστιβάλ Καννών, επίσημη υποβολή της Ιαπωνίας για τα Οσκαρ.
Μια οικογένεια που δεν είναι ακριβώς οικογένεια, μια ταινία που πραγματεύεται με πολύ πρωτότυπο και ανθρώπινο τρόπο την ταυτότητα και την ύπαρξη, μια ταινία που λέει τι σημαίνει να μην έχεις τίποτε και να ζεις μέσα σε έναν κόσμο αμείλικτα σκληρό, έναν κόσμο που δεν σε θέλει. Εναν κόσμο σαν τον σημερινό. Μια οικογένεια που δεν είναι ακριβώς οικογένεια και παλεύει να επιβιώσει, όχι χωρίς χιούμορ και κέφι, αν και η τραγωδία – το νιώθεις – παραμονεύει στη γωνία.
Ο πατέρας, η μητέρα, η γιαγιά, μια κόρη που κάνει στριπτίζ, το αγοράκι – ο μελλοντικός αρχηγός της φαμίλιας; – ένα κοριτσάκι που «σφηνώνει» ανάμεσά τους από το πουθενά. Το μόνο σίγουρο εισόδημα είναι η σύνταξη της γιαγιάς, αλλά ως πότε; Μικρές κομπίνες, πονηρές κλεψιές από καταστήματα βάσει σχεδίου δίνουν στην ταινία μια ανάλαφρη, παιχνιδιάρικη διάθεση, καλύπτουν προς στιγμήν τον πόνο και το δράμα. Χαίρεσαι που βλέπεις την οικογένεια να τρώει (και τη βλέπουμε να τρώει συνέχεια), να απολαμβάνει αυτή την ταπεινή ζωή της στοιβαγμένη μέσα σε ένα σπίτι-σπιρτόκουτο.
Αλλά το ερώτημα παραμένει: ως πότε;
Ολα αυτά στους «Κλέφτες καταστημάτων», μια πολύ ευαίσθητη, σαν φτερό πεταλούδας, πολύ εύθραυστη ιαπωνική ταινία, σκηνοθετημένη από έναν μεγάλο δημιουργό, τον Χιροκάζου Κόρε Εντα, τον Γιασουχίτο Οζου των καιρών μας, θριαμβευτή του 71ου Φεστιβάλ των Καννών (κέρδισε τον Χρυσό Φοίνικα). Ανέκαθεν, ο 56χρονος, σήμερα, Κόρε Εντα αντιμετώπιζε με τρυφερότητα την παιδική ηλικία – κάτι που είχε φανεί τόσο στο «Κανείς δεν ξέρει», το 2004, όσο και στο «Πατέρας και γιος», το 2013. Στους «Κλέφτες καταστημάτων», που είναι εμπνευσμένοι από διάφορα πραγματικά κοινωνικά περιστατικά τα οποία έλαβαν χώρα στην Ιαπωνία τα τελευταία χρόνια, ο Κόρε Εντα μιλά εις βάθος και επί της ουσίας για έννοιες όπως η αγάπη και η αυτοθυσία. Ρεαλιστής και συγχρόνως ποιητής, κάνει την υπέρβαση και μας κερδίζει με την ανθρωπιά και την ειλικρίνειά του (παίζουν: Λίλι Φράνκι, Σακούα Αντο, Μάγιου Ματσουόκα κ.ά.).

Ο Χιροκάζου Κόρε-Εντα εξηγεί γιατί το σινεμά είναι μία μεγάλη εναλλακτική οικογένεια
Περιγράφετε με τέτοια λεπτομέρεια και τρυφερότητα την καθημερινότητα αυτής της φτωχικής οικογένειας, δημιουργείτε στιγμές στιγμές μία τόσο φυσική αποτύπωση της ζωής σε αυτό το σπίτι, που κάποιος αναρωτιέται αν μεγαλώσατε κι εσείς παρόμοια – αν η ταινία έχει αυτοβιογραφικά στοιχεία...
Μεγάλωσα σε ένα μικρότερο ακόμα σπίτι από αυτό της οικογένειας της ταινίας. Ηταν ένα μικρό διαμέρισμα και το μοιραζόμασταν 6 άνθρωποι - το δωμάτιό μου ήταν η ντουλάπα μου, όπως και του μικρού αγοριού στην ταινία. Εκεί διάβαζα, εκεί ζωγράφιζα, από το ανοιχτό φύλλο της β παρατηρούσα την οικογένειά μου κάθε μέρα. Ηταν το κάστρο μου η ντουλάπα μου. Δεν ήμασταν πλούσιοι, όχι, αλλά εμείς δεν ήμασταν κλέφτες (γελάει). Αυτή είναι ίσως η μόνη διαφορά. Οταν είσαι παιδί όμως δεν σε νοιάζει. Αρκεί να εισπράττεις αγάπη. Αυτό ήθελα να δείξω στην ταινία.
Γιατί μία ταινία για περιθωριακούς ανθρώπους; Τι σας ενέπνευσε να πείτε μία τέτοια ιστορία;
Κάποια περιστατικά, κάποιες ειδήσεις που άκουγα και διάβαζα κατά καιρούς για παρόμοιες φτωχικές οικογένειες. Η Ιαπωνία τα τελευταία 20 χρόνια γίνεται όλο και περισσότερο μία ταξική κοινωνία. Οι πλούσιοι είναι πολύ πλούσιοι και οι φτωχοί πολύ φτωχοί. Το χάσμα είναι τεράστιο. Ολο και περισσότερος κόσμος παλεύει με την οικονομική κρίση. Υπάρχουν λοιπόν πολλά περιστατικά που ακούμε – όπως η απάτη με τις συντάξεις. Η οικογένεια να μη δηλώνει το θάνατο ενός υπερήλικου για να συνεχίσουν να εισπράττουν τη σύνταξή του. Γιατί μπορεί αυτή η σύνταξη να είναι το μόνο εισόδημά τους. Διάφορες τέτοιες ιστορίες με ενέπνευσαν να αφηγηθώ την κοινωνική καμπή στην οποία βρίσκεται η χώρα μου, αλλά και την παγκόσμια οικονομική κρίση. Η οποία, το ξέρετε, είναι πρωτίστως ηθική και πολιτική. Και μετά οικονομική.
Εγώ θα ήθελα να κοιτάμε όλοι την μεγάλη οθόνη χωρίς προκαταλήψεις. Με ενσυναίσθηση, όχι κριτική. Να παρατηρούμε, να ανακαλύπτουμε, να νιώθουμε. Αυτό το σινεμά θέλω να συνεχίσω να κάνω. Αυτό το σινεμά είναι σημαντικό για μένα. Το σινεμά της παρατήρησης και, ναι, όπως το είπατε: της αποδοχής.»
Αγαπάμε πολύ το σινεμά σας, γιατί πάντα μάς κάνει να νιώθουμε, πριν σκεφτούμε, να καταλαβαίνουμε κι όχι να κρίνουμε. Μπορεί να μη γνωρίζω τι ακριβώς συμβαίνει στην Ιαπωνία, αλλά η ταινία σας μού θύμισε πώς η Ελλάδα ή η Ευρώπη αντιμετωπίζει τους Ρομά – ποια είναι η προκατάληψή μας απέναντι στον τρόπο ζωής τους. Αυτό σας ενδιαφέρει ως κινηματογραφιστή; Να χρησιμοποιείτε το σινεμά ως τρόπο κατανόησης, αποδοχής;

Ξεκίνησα την καριέρα μου γυρίζοντας ντοκιμαντέρ για την τηλεόραση. Εμαθα, λοιπόν, πρώτα να παρατηρώ. Να μελετώ, να ακούω, να μη βιάζομαι για συμπεράσματα, να μην πιστεύω ότι ξέρω πραγματικά τα θέματα με τα οποία καταπιάνομαι. Ακόμα και στα κινηματογραφικά μου σετ λοιπόν, μού είναι πολύ πιο σημαντικό να ανακαλύπτω συνεχώς την αλήθεια της στιγμής, από το να την κατασκευάζω. Θα ήταν ιδανικό να ταυτίζεται και το κοινό μαζί μου, αλλά αυτό δεν είναι στο χέρι μου. Ο καθένας μπαίνει στην αίθουσα με τις αποσκευές του. Εγώ θα ήθελα να κοιτάμε όλοι την μεγάλη οθόνη χωρίς προκαταλήψεις. Με ενσυναίσθηση, όχι κριτική. Να παρατηρούμε, να ανακαλύπτουμε, να νιώθουμε. Αυτό το σινεμά θέλω να συνεχίσω να κάνω. Αυτό το σινεμά είναι σημαντικό για μένα. Το σινεμά της παρατήρησης και, ναι, όπως το είπατε: της αποδοχής.
Γιατί πάντα οι οικογένειες είναι στο επίκεντρο των ταινιών σας; Δε θα σας ενδιέφερε να αφηγηθείτε την ιστορία ενός single άντρα ή μίας ανύπαντρης γυναίκας;
Δεν το κάνω συνειδητά. Οι δημοσιογράφοι το αναφέρουν και το παρατηρώ κι εγώ. Ανθρώπινες ιστορίες διηγούμαι. Και οι οικογένειες φωτίζουν το άτομο πολύ καλύτερα από ό,τι όταν τον/την παρακολουθείς αυτόνομα. Οικογένειες μάς γέννησαν, μάς σχημάτισαν, μάς καταπίεσαν ή μάς εγκατέλειψαν. Μέσα σε οικογένειες μάθαμε, απορρίψαμε ή αποδεχθήκαμε ρόλους. Είμαστε όλοι γιοι, κόρες, αδελφοί, σύζυγοι, μητέρες, πατέρες. Για ανθρώπινες σχέσεις μιλάω, όχι απαραίτητα για τον «παραδοσιακό» ορισμό της οικογένειας.
Kάνατε κάποια έρευνα για την προετοιμασία της ταινίας; Γνωρίσατε από κοντά τέτοιες οικογένειες;
Οχι δεν συναντήθηκα με μικροαπατεώνες – δεν είναι τόσο απλό. Μελέτησα κάποιες κάμερες σούπερ μάρκετ που καταγράφουν κλοπές και είδα πώς κινούνται οι κλέφτες στο χώρο. Πώς έρχονται ανά ομάδες και πώς χορογραφούν τις κλοπές τους. Ταυτόχρονα επισκέφτηκα κάποια κέντρα υποστήριξης παιδιών που έχουν κακοποιηθεί και μελέτησα τέτοιου είδους περιπτώσεις, γιατί ήθελα να αποτυπώσω το χαρακτήρα του μικρού κοριτσιού και την ιστορία του όσο πιο ψύχραιμα και ρεαλιστικά μπορούσα. Χωρίς μελοδραματισμούς και κορώνες.
Οπως και στο «Πατέρας και Γιος», έτσι και σε αυτή την ταινία, καταθέτετε μία σπάνια για την Ιαπωνία άποψη: ότι οι εναλλακτικές οικογένειες μπορεί να είναι πιο σημαντικές από το ίδιο το αίμα...
Σίγουρα οι οικογένειες των δύο αυτών ταινιών είναι η εξαίρεση. Εχετε δίκιο για την ιαπωνική κοινωνία - είναι ακόμα βαθιά παροδοσιακή και οι δεσμοί αίματος θεωρούνται ιεροί. Ομως οι οικογένειες των ταινιών μου δεν αποτελούνται μόνο από ορφανούς ανθρώπους που βρήκαν ο ένας τον άλλον. Δεν παράτησαν τους ήρωές μου μόνοι οι οικογενειές τους. Τους εγκαταλείψαμε κι εμείς, η κοινωνία. Κι όταν εκείνοι δημιούργησαν ένα εναλλακτικό σχήμα οικογένειας, πάλι τους διαλύσαμε. Εμείς, η κοινωνία. Αυτό είναι το ερώτημα που θέλω να θέσω με τους «Κλέφτες Καταστημάτων». Εκτιμώ που ο θεατής συγκινείται με αυτή την οικογένεια. Αλλά, άραγε, προβληματίζεται ταυτόχρονα; Συνειδητοποιεί ότι είναι μέλος μιας κοινωνίας που περιθωριοποιεί και καταδικάζει αυτούς τους ανθρώπους; Θέλω λοιπόν να του το δείξω. Να του δείξω όλους αυτούς τους «αόρατους» ανθρώπους που προσπερνά στην καθημερινότητά του. Υπάρχουν, και είμαστε όλοι υπεύθυνοι για αυτό.
Πιστεύετε στη δύναμη του σινεμά να περνάει τέτοιες κοινωνικές και πολιτικές ανησυχίες;
Δυστυχώς η παγκόσμια κρίση δεν είναι μόνο οικονομική. Ο εθνικισμός, ο φασισμός πλήττουν όλο τον κόσμο κι έχουν επιστρέψει και στην Ιαπωνία – η κοινωνία μας «κλειδώνει». Οσο ο πολίτης τρομάζει, τόσο κατηγορεί τον φτωχό – με τον ίδιο τρόπο που τώρα η Δύση κατηγορεί τον μετανάστη ή τον αλλόθρησκο. Βλέπω αυτό το «κλείδωμα» και στο σινεμά της χώρας μου. Δεκαπέντε χρόνια πριν, πολλαπλάσιοι διανομείς είχαν όραμα να στηρίξουν το ανεξάρτητο νέο ιαπωνικό σινεμά – να το φέρουν σε μεγάλα φεστιβάλ όπως οι Κάννες. Τώρα τους ενδιαφέρει μόνο η εγχώρια αγορά. Κλεινόμαστε στα σπίτια μας – στη χώρα, την εθνική ταυτότητα, τη θρησκεία. Αυτό με τρομάζει περισσότερο κι από την οικονομική κρίση. Θεωρώ λοιπόν ότι το σινεμά είναι μία τέχνη που μπορεί να σπάσει τα σύνορα. Δεν έχει σημασία τι γλώσσα μιλούν οι ήρωες. Το μεγάλο σινεμά έχει κοινή γλώσσα. Με ενδιαφέρει η επικοινωνία, θεωρώ τον κόσμο μας ένα κι όλους μας συγκάτοικους. Οπότε ναι, το σινεμά μου θέλω να ανοίγει έναν κοινωνικό και πολιτικό διάλογο. Το έχω, και προσωπικά, μεγάλη ανάγκη.
Οι κριτικοί κινηματογράφου σε όλο τον κόσμο σας παρομοιάζουν με τον Γιασουτζίρο Οζου. To σινεμά σας θυμίζει το σινεμά του: γιαπωνέζικα μελοδράματα για οικογένειες, σχέσεις γονιών παιδιών, μοναξιά, χαρμολύπη όταν οι καιροί αλλάζουν. Σας κολακεύει ή σας τρομάζει αυτή η σύγκριση;
Στην Ιαπωνία με αποκαλούν εγγονό του, αν και σας διαβεβαιώ δεν έχουμε κανένα δεσμό αίματος...
... αυτό όμως είπαμε ότι δεν έχει καμία σημασία!
(Γελάει) Ναι, σωστά. Κοιτάξτε, ο Οζου είναι ένας εμβληματικός σκηνοθέτης. Ενας μάστερ. Εγώ δεν είμαι. Αρχικά όταν άκουγα ένα τόσο γενναιόδωρο κοπλιμέντο ταραζόμουν, δεν το δεχόμουν. Τώρα έμαθα να λέω ευχαριστώ, γιατί καταλαβαίνω τον τρόπο με τον οποίο το απευθύνει ο συνομιλητής μου. Ομως, όχι, δεν βαδίζω στα χνάρια του μεγάλου μετρ – τουλάχιστον όχι συνειδητά. Ισως να γελάσετε, αλλά στον τρόπο που προσπαθώ να απεικονίσω τον άνθρωπο μέσα στις κοινωνίες, εγώ νιώθω περισσότερο Κεν Λόουτς, παρά Οζου. Σε αυτή την ταινία, ένιωσα επίσης ότι μιλώ τη γλώσσα του Οσιμα. Ομως έχετε δίκιο: οι δεσμοί αίματος ή εθνικής προέλευσης δεν έχουν σημασία στην τέχνη. Ως σκηνοθέτης κουβαλώ διαφορετικά DNA από διαφορετικούς κινηματογραφιστές από όλο τον κόσμο.
Δεν ήθελα να κάνω μία ταινία που να εξωραΐζει τη φτώχεια. Δεν ήθελα την κινηματογραφική εικόνα να κρίνει αυτούς τους ανθρώπους. Ηθελα, αντιθέτως, να δείχνει την αγάπη και τις στιγμές χαράς τους. Δεν είναι η ζωή τους λιγότερο άξια αγάπης κι ευτυχίας. Γιατί η καθημερινότητα να μην είναι ένα φιλμικό ποίημα;»
Η ταινία εξετάζει την ανέχεια και την επετεία, αλλά εμείς βλέπουμε ποίηση στην μεγάλη οθόνη. Πώς καταφέρατε να αποτυπώσετε κάτι τόσο όμορφο, περιγράφοντας χωρίς συμβιβασμούς κάτι τόσο δυσάρεστο;

Ο Ριούτο Κοντό, ο διευθυντής φωτογραφίας μου, είναι ένας από τους καλύτερους στην Ιαπωνία και ήθελα εδώ και πάρα πολλά χρόνια να δουλέψω μαζί του. Οταν πρωτοσυναντηθήκαμε του εξήγησα ότι θέλω να πλησιάσω το θέμα μου ρεαλιστικά, αλλά η εικόνα μου να έχει κινηματογραφικό λυρισμό. Εκείνος κατάλαβε ακριβώς τι του είπα και όσα πρότεινε στους φωτισμούς, τη χρωματική παλέτα και τη «ζεστή» θερμοκρασία των πλάνων ήταν ακριβώς αυτό που είχα στο μυαλό μου. Γιατί δεν ήθελα ένα μίζερο αποτέλεσμα – μία ταινία που εξωραΐζει τη φτώχεια. Δεν ήθελα την κινηματογραφική εικόνα να κρίνει αυτούς τους ανθρώπους. Ηθελα, αντιθέτως, να δείχνει την αγάπη και τις στιγμές χαράς τους. Δεν είναι η ζωή τους λιγότερο άξια αγάπης κι ευτυχίας. Γιατί η καθημερινότητα να μην είναι ένα φιλμικό ποίημα;
Σε όλες τις ταινίες σας αποσπάτε συγκινητικές ερμηνείες από τους ηθοποιούς σας – απλές, νατουραλιστικές, κατασκευασμένες από μικρά μικρά «τίποτα», σιωπές κι ανάσες. Πώς το πετυχαίνετε αυτό; Είναι η καθοδήγησή σας; Είναι το σενάριο;
Ο περισσότερος κόσμος πιστεύει ότι επιτρέπω αυτοσχεδιασμούς στο γύρισμα και για αυτό βγαίνουν τόσο φυσικές οι ερμηνείες των ηθοποιών μου. Δεν είναι καθόλου έτσι. Ολα είναι γραμμένα. Ομως έχω έναν συγκεκριμένο τρόπο που δουλεύω τα σενάριά μου. Δεν πάω ποτέ για γύρισμα με κάτι ολοκληρωμένο. Θέλω να είμαι στο σετ και να παρατηρώ. Να ακούω τις φωνές των ηρώων μου μέσα από την εκφορά των ηθοποιών μου. Να τους δω να παίρνουν μορφή από τον τρόπο που οι πρωταγωνιστές τους ζωντανεύουν. Παρατηρώ και κρατώ σημειώσεις. Και ξαναγράφω το σενάριο. Κάθε μέρα. Είναι μία επίπονη διαδικασία, αλλά στο τέλος μου δίνει το νατουραλιστικό αποτέλεσμα που θέλω. Στους «Κλέφτες Καταστημάτων» είχα μόνο μία σκηνή αυτοσχεδιασμού. Τη σκηνή της ανάκρισης στην αστυνομία. Εγραφα σ' έναν λευκό πίνακα τις ερωτήσεις που ήθελα τους αστυνομικούς να ρωτούν τους ήρωες. Οι ηθοποιοί μου δεν τις ήξεραν. Επρεπε να απαντήσουν ό,τι εκείνοι ήθελαν με το άγχος και το φόβο μιας ανάκρισης. Και τότε πέτυχα την καλύτερη αντίδραση από την «μητέρα», που ερμηνεύει σπαραχτικά η Σακούρα Αντο. Αυτή είναι η αγαπημένη μου στιγμή στην ταινία.
Πείτε μας την «Αλήθεια» («Verite») για την επόμενη ταινία σας, την πρώτη που γυρίζετε με ένα πολυπολιτισμικό καστ – Ζιλιέτ Μπινός, Κατρίν Ντενέβ, Ιθαν Χοκ. Ηταν πρόκληση για εσάς ένα τέτοιο βήμα;
Ηταν επιλογή – το σενάριό μου είχε την ιδέα να εμπλέξω ήρωες από τον δυτικό κόσμο. Η ταινία θα γυριστεί στα ιαπωνικά, αγγλικά και γαλλικά. Κι όπως σας είπα θεωρώ το σινεμά παγκόσμιο, οπότε δεν με τρόμαζε αυτό. Παρόλο που θα έπρεπε, γιατί καταλαβαίνω μόνο ιαπωνικά και χρησιμοποιώ μεταφραστή – όχι πάντα το πιο απλό πράγμα σ' ένα γύρισμα. Από την εποχή των ακροάσεων όμως κατάλαβα ότι όταν λειτουργεί ένα σενάριο, οι ηθοποιοί το εισπράττουν. Και με τη σειρά μου καταλαβαίνω αμέσως αν οι ηθοποιοί ένιωσαν την καρδιά της ιστορίας μου – σε όποια γλώσσα κι αν μιλάνε. Οπότε ακόμα κι αν στην αρχή είχα περισσότερες επιφυλλάξεις και συγκρατημένο ενθουσιασμό για το πρότζεκτ, τώρα είμαι απλά ενθουσιασμένος. Είναι αυτό το μαγικό πράγμα που κάνει το σινεμά και η «Verite» του.

Back Home Up Next