Back Up Next
Θα Μπορούσες Ποτέ να με Συγχωρέσεις;

Can You Ever Forgive Me?
ΗΠΑ, 2018
Σκηνοθεσία: Μάριελ Χέλερ
Σενάριο: Νικόλ Χολοφσένερ, Τζεφ Γουάιτι
Φωτογραφία: Μπράντον Τροστ
Μοντάζ: Αν ΜακΚέιμπ
Μουσική: Νέιτ Χέλερ
Πρωταγωνιστούν: Μελίσα ΜακΚάρθι, Ρίτσαρντ Ε. Γκραντ
Διάρκεια: 107 λεπτά
 

Η αληθινή ιστορία της συγγραφέως Λι Ίσραελ που έμεινε γνωστή περισσότερο για τις παραχαράξεις κειμένων και υπογραφών διασήμων συγγραφέων με σκοπό τα προς το ζην, παρά για το έργο της. Η Χέλερ κάνει μια αξιοπρεπή ταινία που απογειώνεται από την εκπληκτική, δραματική, αιχμηρή ερμηνεία τής κατά τα άλλα κωμικού Μελίσα ΜακΚάρθι και από τον Ρίτσαρντ Ε. Γκραντ που, κάτω από το μπρίο του, έχει μια ευαισθησία που σπάει κόκαλα.

Ας παραδεχθείς πως είσαι 2.500% προκατειλημμένος ευνοϊκά στην θέα του Ρίτσαρντ Γκραντ ως Withnail 31 ολόκληρα χρόνια μετά την μυθική ταινία του Μπρους Ρόμπινσον. Ας παραδεχθείς ακόμα πως με Λου Ριντ, Μπράιαν Φέρι, Πολ Σάιμον και "I'll be seeing you" στο (έχει κι άλλα πολλά) soundtrack θα είχες αγαπήσει και πολύ μετριότερες ταινίες. Ας παραδεχθείς τέλος πως η Μελίσα ΜακΚάρθι, έστω κι αν δυσκολεύεσαι κάμποσο με το ως σήμερα κινηματογραφικό της προφίλ, θα χρειαστεί περίπου 11 δευτερόλεπτα για να σε πείσει πως «εδώ σκόπευα να φτάσω πάντα κι ας μην το καταλαβαίνατε οι υπόλοιποι».
Είναι οπωσδήποτε στοιχεία που μετράνε αυτά, αλλά ποτέ δεν είναι αρκετά για να φτιάξουν καλή ταινία. Σίγουρα ούτε καν αρκετά για να ευφρανθείς τόσο μ' ένα έργο. Πριν απ' όλα όμως μια ταινία -κι αυτό πρέπει να το συνυπολογίζουμε οι γραφιάδες της - είναι να σου επισημάνει την ενδεχόμενη κυτταρική σου σχέση με το θέμα της, με την εποχή, με τις έγνοιες της. Κι εδώ η σύμπλευση είναι αρκετή για να συγχωρήσεις μικρά ατοπήματα, αρκετή ώστε να μην χορταίνουμε το πρωταγωνιστικό ζευγάρι, μια από τις μεγάλες φιλίες του σινεμά, δίπλα σε όποια θέλετε από τις φημισμένες του παρελθόντος.
Εμείς του «Withnail & I» οι ασθενείς, βλέπουμε ξανά, 31 χρόνια μετά, μέσω ενός σεναριακού γραψίματος αισθαντικού κι οξυδερκούς (αξιότατη υποψηφιότητα, είθε και το βραβείο), τον δικό μας άνθρωπο Withnail, μ’ εκείνο το σπινθήρισμα στο βλέμμα, πάντα οξύ, πάντα εύθρυπτο δραματικά, πάντα χιουμοριστικό, πάντα καλόψυχο, πάντα κατάμονο. Λες κι εκείνη η πρώϊμα ανδρική μελαγχολία του '87, που ψυχανεμιζόταν πόσο ασυντρόφευτη ζωή θα ζήσει, επιβεβαιώθηκε/μετουσιώθηκε τώρα, σε τούτο εδώ το καλοδιαβασμένο δράμα που ολοκάθαρα τον αναβιώνει.
Κι όμως ακόμα και τώρα, που η ζωή δεν ήταν τόσο καλή μαζί του, η σπίθα είναι πάντα εκεί, η φλόγα τρεμοσβήνει (πώς αλλιώς;), η δοτικότητα, ακόμα, πάντα έτοιμη, η μόλις συγκρατημένη συγκίνηση του να βρίσκεις μια αδελφή ψυχή (δεν μοιάζουν οι αδελφές ψυχές, ούτε εκ πρώτης όψεως, ούτε εκ δεύτερης), το αλάνθαστο στυλ του έκπτωτου αριστοκράτη (ο πραγματικός Όσκαρ Ουάιλντ του σινεμά είναι μόνο ο Ρίτσαρντ Γκραντ), του άνευ επιλογής κι απόδρασης πανέξυπνου βλάκα που δεν θα καταφέρει ποτέ του τίποτα και θα είναι ανά πάσα στιγμή του συναρπαστικότερος, αξιοπρεπέστερος και ευθέως καλύτερος κάθε απροίκιστου επιτυχημένου. Θέλει κότσια να βγάλεις τέτοιο ρόλο, Ρίτσαρντ Γκραντ, το ξέραμε από τις μικρότερες στιγμές σου, το είδαμε και στην μέγιστη, άργησαν φριχτά να σε αναγνωρίσουν κι οι υπόλοιποι, αλλά τελικά συνέβη.
Η αποκαλυπτική ΜακΚάρθι, στον ρόλο της συγγραφέως βιογραφιών Λι Ίσραελ, είναι ένας παχύσαρκος, ερίθυμος, βαρυκίνητος, αλκοολικός όλεθρος ανθρώπου, έτοιμη να παίξει το δικό της «Barfly», έτοιμη να ήταν δίπλα σε κοτζάμ Τζακ Νίκολσον σ’ εκείνο το ωραίο αλλά ξεχασμένο «Ironweed» του Μπαμπένκο, στον όποιον ρόλο αλκοολικής, με όποιο κείμενο, αντικείμενο και πρωταγωνιστή απέναντί της. Έχει πιάσει τον ρόλο από τα κέρατα και του δείχνει πώς θα έπρεπε να παιχτεί, βλέπεις στο πρόσωπό της ένα από τα μεθοδικά κλιμακούμενης ηρεμίας tour de force με την απίστευτη πυγμή του να φτιάχνεις ρόλο από μέσα και στο πρόσωπό σου να συναντώνται οι δυνάμεις του σύμπαντος, που έλεγε κι ο Καζαντζάκης, να πετυχαίνεις αντιφάσεις μ' ένα λάκκωμα στο (παχύσαρκο ε!, όχι με εύκολη ρυτίδα στο σκελετωμένο) μάγουλο, ένα χάσιμο της φωνής, ένα κατέβασμα του προσώπου ή απλά δίχως την παραμικρή κίνηση, το τέλειο αποσβόλωμα.
Κι όλ' αυτά σε ένα «εργάκι» που αναγκαστικά θα περάσει στα εισπρακτικά ψιλά - είπαμε θέλει κυτταρική σχέση, δεν γίνεται με κινητά, nachos και fb stories η εξομολόγηση - κι ας μιλάει για τη μοναξιά, τους καιρούς που άλλαξαν, το γράψιμο, την παραχάραξη, τη λογοκλοπή αλλά και το (καπιταλιστικό, επίσης) παιχνίδι των περί της τέχνης με την υπογραφή, που ενίοτε αχνή σχέση έχει με την ουσία, τον κονφορμισμό και την de profundis καλλιτεχνική έκφραση που πλέον οριστικά μοιάζει να έχει συνδεθεί με το κέρδος.
Σε κάθε περίπτωση το έργο έχει βρει μια τονική τελειότητα που για μια από εκείνες τις σπάνιες φορές συνδέεται άρρηκτα με τους χαρακτήρες οπότε και νοιάζεσαι αφόρητα για δαύτους - ας αναφέρουμε εκ νέου πως ύφος είναι αυτό που χαρίζει το σενάριο, τόνος είναι αυτό που θέλει ο σκηνοθέτης να νοιώσουμε εμείς. Όταν οι αρετές είναι υπαρξιακές, η κριτική στις καλλιτεχνικές υποδιαιρέσεις περιττεύει - θα ήθελα να μην υπήρχε ένα εύχαρο κρούσμα «catch me if you can» ας πούμε -που λατρεύεται μεν αλλά εκείνο είναι σινεμά μεγάλου κοινού με ευαισθησίες περιορισμένου, τούτο είναι για λίγους έτσι κι αλλιώς.
Αλλά και τι έγινε; Οι πάγοι να κροταλίζουν στο ποτήρι, το βινύλιο να γυρίζει στο πικάπ, η ΜακΚάρθι να απολογείται έτσι στο δικαστήριο (στον εαυτό της, σ’ εμάς), ο Withnail να μπαίνει κουτσαίνοντας με το μπαστούνι του, οι άνθρωποι να κοιτάζονται, να απελπίζονται και να ξανασηκώνονται έτσι, πολλά θέλει ο άνθρωπος να κλάψει νομίζεις;
Η Χέλερ κάνει μια αξιοπρεπή, συμβατική ταινία που, ωστόσο, απογειώνεται από την εκπληκτική, δραματική, αιχμηρή ερμηνεία τής κατά τα άλλα κωμικού Μελίσα ΜακΚάρθι και από τον Ρίτσαρντ Ε. Γκραντ που, κάτω από το μπρίο του, έχει μια ευαισθησία που σπάει κόκαλα.

Η αληθινή Λι Ίσραελ
Από τη λίστα των μεγάλων Αμερικανών πλαστογράφων ξεχωρίζει μια γυναίκα, η Λι Ίσραελ, μια άφραγκη πλην κάποτε επιτυχημένη συγγραφέας που μέσα στο μικρό της διαμέρισμα στο Μανχάταν σκέφτηκε κάτι για να γλιτώσει τη χρεοκοπία: θα έγραφε τα γράμματα των διασήμων που αργότερα θα πουλούσε στους συλλέκτες σαν αυθεντικά. Η Ίσραελ δεν είχε φανταστεί ποτέ ότι θα ήταν φτωχή και εξαθλιωμένη. Δεν μπορούσε να δεχθεί ότι μια τόσο ταλαντούχα συγγραφέας όσο η ίδια, θα κατέληγε τόσο χαμηλά. Όταν δεν είχε τα χρήματα για μια εξέταση της γάτας της στον κτηνίατρο, πούλησε όλα τα αντικείμενα αξίας που είχε στην κατοχή της και μέσα σε αυτά ένα αυθεντικό γράμμα της Κάθριν Χέπμπορν για 200$. Τότε ένας κόσμος με απέραντες δυνατότητες ανοίχτηκε μπροστά της. Ξεκίνησε να γράφει την πλαστή αλληλογραφία διάσημων όπως των Ντόροθι Πάρκερ, Ερνστ Χέμινγουεϊ, Τζορτζ Σ. Κάουφμαν κ.ά.

Στον ρόλο της Λι Ίσραελ είναι η δύο φορές υποψήφια για Όσκαρ Μελίσα ΜακΚάρθι σε ένα ρόλο διαφορετικό από ό,τι έχει κάνει μέχρι τώρα. «Έχω δεθεί με τη Λι τόσο που θέλω οι άνθρωποι να τη γνωρίσουν γι’ αυτό που ήταν. Να γνωρίσουν το ταλέντο, της εξυπνάδα, της γοητεία της και να δουν τις δυσκολίες που έχει περάσει, τον θυμό της, τη ραγισμένη της καρδιά. Θέλω να την αγαπήσουν όσο εγώ», δηλώνει η ΜακΚάρθι.


Ο παραγωγός Ντέιβιντ Γιάρνελ που ήταν έμπιστος φίλος της Ίσραελ ήταν και εκείνος που την έπεισε το 2014 να γράψει τα απομνημονεύματά της πριν τον θάνατό της. «Τρώγαμε μαζί μια μέρα και μου είπε “Ξέρεις έχω κάνει κάτι για το οποίο δεν είμαι καθόλου περήφανη και σχεδόν δεν θέλω να το συζητήσω με κανέναν” και εγώ την ενθάρρυνα να μου μιλήσει κερνώντας την ένα ακόμα ουίσκι ώσπου μου τα εκμηστηρεύτηκε όλα. Ήταν κάτι παράνομο και επικίνδυνο αλλά της έδινε μια βαθιά ικανοποίηση το γεγονός ότι τα δικά της γραπτά γίνονταν πιστευτά», θυμάται ο Γιάρνελ.

Λίγα χρόνια αργότερα, η καταξιωμένη σκηνοθέτιδα Μάριελ Χέλερ με μια γυναικεία ομάδα συνεργατών φέρνουν στη μεγάλη οθόνη μια τρυφερή ιστορία που είναι υποψήφια για τρία βραβεία Όσκαρ: Διασκευασμένου Σεναρίου, Α’ Γυναικείου Ρόλου (Μελίσα ΜακΚάρθι) και Β’ Ανδρικού Ρόλου (Ρίτσαρντ Ε. Γκραντ).

Η Μελίσα ΜακΚάρθι ως Λι Ίσραελ
«Αυτό που αγάπησα περισσότερο σε αυτό τον ρόλο ήταν ότι έπρεπει να βρω τον λόγο που τα έκανε όλα αυτά η Λι. Πάντα προσπαθώ να παίρνω κουράγιο από την ιστορία των ηρώων που υποδύομαι. Είδα πράγματα σε αυτήν που δεν βλέπουμε συχνά σε γυναικείους χαρακτήρες», σχολιάζει η Μελίσα ΜακΚάρθι.

Όταν η Μάριελ Χέλερ πρωτογνώρισε την ΜακΚάρθι, δέθηκαν αμέσως από την αμοιβαία τους αγάπη για την Ίσραελ. «Η Μάριελ έδωσε έναν υπέροχο τόνο στα γυρίσματα. Νιώσαμε όλοι ασφαλείς και ότι κάποιος μας προσέχει. Έχει έναν τρόπο να σε καθοδηγεί πολύ ευγενικά και διακριτικά. Πιστεύω ότι είναι φοβερή. Ήταν από τα καλύτερα γυρίσματα της ζωής μου και έχω μια μεγάλη λίστα από πολύ ευχάριστες ιστορίες», λέει η ΜακΚάρθι για την ταλαντούχα Χέλερ που το 2015 ξεχώρισε με τον ντεμπούτο της «The Diary of a Teenage Girl».

Ο Ρίτσαρντ Ε. Γκραντ ως Τζακ Χοκ
Το «Θα Μπορούσες Ποτέ να με Συγχωρέσεις;» είναι επίσης η ιστορία δύο χαμένων ψυχών που συναντιούνται, μιας απρόσμενης φιλίας. Αυτή η φιλία ξεκινάει όταν η Ίσραελ συναντά τον Τζακ Χοκ, έναν μικροαπατεώνα που έγινε ο συνεργός της για ένα διάστημα. Στον ρόλο του Τζακ είναι ο Ρίτσαρντ Ε. Γκραντ, ένας ηθοποιός που λατρεύει τους πολύχρωμους χαρακτήρες. «Ο Ρίτσαρντ είναι το ιδανικό ταίρι της Μελίσα. Είναι ένα αλλόκοτο ζευγάρι γιατί ο Τζακ δεν είναι καθόλου εκλεπτυσμένος, παρόλα αυτά όμως ταιριάζουν γιατί μοιράζονται την εγκληματικότητα και μαζί στέλνουν την κοινωνία στο διάολο», σχολιάζει η Μάριελ Χέλερ.

Ο ίδιος ο Γκραντ αναφέρει για τον ρόλο του: «Ο Τζακ για μένα έχει την προσωπικότητα ενός Golden Retriever. Θεωρεί ότι μπορεί να πλησιάσει τον οποιονδήποτε και εκείνος να τον συμπαθήσει. Είναι πολύ μοναχικός. Εμπορεύεται κόκα και είναι ίσως και κλεπτομανής. Η σχέση που δημιουργεί με την Λι είναι μίσους-αγάπης».

Με φόντο τη Νέα Υόρκη
Η ταινία είναι ένα παράθυρο στη διανοούμενη Νέα Υόρκη του 1980. Είναι ένας κόσμος με βιλιοθήκες, βιβλιοπωλεία, μπαρ και μικρά διαμερίσματα. «Επισκεπτόμαστε μια εποχή της Νέας Υόρκη που έχει σχεδόν εξαφανιστεί. Την πόλη της κουλτούρας αλλά ταυτόχρονα την σκληρή δεκαετία του ‘90 που το AIDS ήταν σε τρομακτικά υψηλά επίπεδα και η γκέι κοινότητα αντιμετώπιζε μεγάλη πίεση», σχολιάζει η Μάριελ Χέλερ.

Ένα βασικό μέρος των γυρισμάτων και της ταινίας είναι το μπαρ του Julius στο Greenwich Village που επέζησε της ποτοαπαγόρευσης γιατί έγινε speakeasy και αποτελεί αγαπημένο μέρος της γκέι κοινότητας. Όσον αφορά το διαμέρισμα της Λι, τα χρώματα, τα σκηνικά και η διακόσμηση ακολουθούν την ίδια αισθητική της δεκαετίας με πινελιές από παλιότερες όπως του ’40 και του ’50.

Η Χέλερ σημειώνει για την ταινία: «Νομίζω ότι η Λι θα ήταν πολύ χαρούμενη αν ήξερε ότι η ιστορία της έγινε ταινία και δόθηκε τόση προσοχή στη δουλειά της και ειδικά στην επιτυχία της πλαστογραφίας της. Γιατί πιστεύω ότι κατά βάθος ήταν πολύ περήφανη γι’αυτό που έκανε».

Back Home Up Next