Back Up Next
Να Με Φωνάζεις Με Τ' Ονομά Σου

Call me by your Name

Ιταλία, ΗΠΑ, Βραζιλία, Γαλλία, 2017

Σκηνοθεσία: Λούκα Γκουαντανίνο
Σενάριο: Τζέιμς Αϊβορι
Πρωταγωνιστούν: Τίμοθι Σαλαμέ, Αρμι Χάμερ, Μάικλ Στούλμπαργκ, Αμιρά Καζάρ,
Διάρκεια: 132 λεπτά

Τέσσερις οσκαρικές υποψηφιότητες για ένα ευαίσθητο και κομψό βισκοντικό δράμα πάνω στο τέλος της αθωότητας, την απελευθερωτική δύναμη της επιθυμίας και την αμφίσημη σχέση ζωής και τέχνης.

Στη βόρεια Ιταλία των αρχών του ’80, ο δεκαεπτάχρονος Έλιο, παιδί διανοούμενων ακαδημαϊκών, αναπτύσσει μια σχέση με τον Αμερικανό Όλιβερ που βοηθά τον πατέρα του στην έρευνά του. Οι δυο τους γίνονται αχώριστοι και παρόλο που κάποια στιγμή ο Όλιβερ πρέπει να επιστρέψει στην Αμερική, αυτή είναι η πρώτη αγάπη του Έλιο και θα μείνει στην καρδιά και στο μυαλό του για πάντα.

το Μυστήριο του Έρωτα, που τραγουδάει και ο Σουφγιάν Στίβενς στην ταινία: το να αποκαλείς τον εραστή ή την ερωμένη με το όνομά σου ίσως και να είναι η τέλεια ώσμωση, το ύστατο αγκάλιασμα του άλλου με τον εαυτό σου, αυτό το ενοχλητικό Εγώ που πάντα μπαίνει εμπόδιο στην ασυνθηκολόγητη αγάπη και εξοστρακίζει την άνευ όρων παράδοση. Την τυπική έννοια της πολυκύμαντης σχέσης επιθυμεί να καταλύσει σκηνοθετικά ο Λούκα Γκουαντανίνο και θριαμβεύει σε ένα από τα ωραιότερα και ρευστότερα love stories που έχουμε δει στο σινεμά. Η γνωριμία του 17χρονου Έλιο, Αμερικανο-ιταλο-γάλλου γιου δύο διανοουμένων εβραϊκής καταγωγής, κάπου στη Βόρεια Ιταλία, το καλοκαίρι του 1983, με τον γοητευτικό και αινιγματικό Αμερικανό φοιτητή Αρχαιολογίας Όλιβερ, ο οποίος έχει έρθει ως προσκεκλημένος του πατέρα του Έλιο, εξελίσσεται σε ένα αναπάντεχο ρομάντσο, καθώς ο νεαρός φλερτάρει διστακτικά μια συνομήλική του και ο ευγενής «εισβολέας» αρχικά δεν δείχνει να ενδιαφέρεται ‒ παρατηρεί, ωστόσο, και βρίσκεται πάντα τριγύρω, σχολιάζοντας καίρια. Ο «οίκος των Πέρλμαν», μια οικογένεια διακριτικών Εβραίων, όπως παρατηρεί ο γόνος Έλιο, πιανίστας και πολύγλωσσος, αν και απαθής ως κλασικός έφηβος, προτείνει ένα φιλότεχνο περιβάλλον αισθησιασμού, με το σεξ να έχει σβήσει μέσα στη θεωρία και στη γνώση.

Ο Ιταλός σκηνοθέτης του στυλιζαρισμένου Είμαι ο έρωτας και του εκρηκτικού Bigger Splash διαβάζει το συναίσθημα και αφηγείται την οικειότητα σε διασκευή της νουβέλας του Αντρέ Ασιμάν από τον Τζέιμς Άιβορι, σε ένα στόρι που θυμίζει πολύ το Μορίς από τα '80s, ένα υπέροχο, αδίκως λησμονημένο gay ρομάντσο με τον Χιου Γκραντ. Η κλάση του Άιβορι αμβλύνει τους ακροβατικούς παροξυσμούς του Γκουαντανίνο και το υποψήφιο για Όσκαρ καλύτερης ταινίας ‒και νικητής των βραβείων κριτικών του Λος Άντζελες‒ Να με φωνάζεις με το όνομά σου» έχει την υφή μιας απαλής καταιγίδας, χωρίς θορύβους, φιοριτούρες και περιττά κλισέ. Αναδυόμενο μέσα από μια ονειρική πάχνη, γιορτάζει την απλότητα της ψυχικής προσέγγισης και το πάθος για σωματικό σμίξιμο, χωρίς να αναλώνεται σε ταξικές ανισορροπίες, χρονικούς προσδιορισμούς ή γεωγραφικές ιδιαιτερότητες, τοποθετημένο στην εξιδανικευμένη αρμονία που αναδίδει η φυσική καλλονή της Κρεμόνα. Αξίζει να σταθούμε στις τρεις καλύτερες και πιο κρίσιμες σκηνές. Στο «επεισόδιο με το ροδάκινο», που όσοι είχαν διαβάσει το βιβλίο αναρωτιούνταν πώς θα αποδοθεί, ο Άιβορι κλιμακώνει την εφηβική περιέργεια και ο Γκουαντανίνο ενορχηστρώνει την κάψα της επιθυμίας, ερμηνεύοντας μια μοναχική, φετιχιστική πράξη σε σέξι επίλογο συνωμοτικότητας. Στον μεγάλο μονόλογο του πατέρα του Έλιο προς τον γιο του, όταν του επισημαίνει πως το σπουδαίο τίναγμα προς τον έρωτα δεν το εγκαταλείπουν, υπονοώντας πως κάτι τέτοιο θα σήμαινε αυτο-προδοσία με συναισθηματικές συνέπειες ανεπούλωτες. Η συμβουλή, ως εξομολογητική διάλεξη μασκαρεμένη σε χειρονομία ζωής, περικλείει απίστευτη τρυφερότητα, υποδειγματική κατανόηση, μπλοκάροντας τον διδακτισμό και την υστεροβουλία ‒ είναι μια δύσκολη στιγμή που ερμηνεύει αξέχαστα και εγκάρδια ο Μάικλ Στούλμπαργκ. Τέλος, η επίσης μεγάλη σκηνή στο τζάκι, τον χειμώνα που ακολουθεί το καλοκαίρι της αφύπνισης, με τον Έλιο να δέχεται το τηλεφώνημα του απόντος Όλιβερ, να ταμπουρώνεται στη θλίψη του και να βρίσκει καταφύγιο σε μια γωνιά στο τζάκι. Η κάμερα, τοποθετημένη θαρρείς μέσα στη φωτιά που σιγοκαίει, στέκεται ακίνητη πάνω στο πρόσωπο που κλαίει και ο Στίβενς ακούγεται στο «Visions of Gideon», που θεωρώ ανώτερο και πιο ταιριαστό στη διφορούμενη, υποτιθέμενη συνέχεια που θα έχουν στη ζωή τους από το υποψήφιο για Όσκαρ Mystery of Love. «Is it a video, is it video» επαναλαμβάνουν οι στίχοι, παρηχώντας τον τίτλο, αφού έχει προηγηθεί, δις, το «I have loved you for the last time».

Παραπέμποντας στην εβραϊκή κουλτούρα των χαρακτήρων, ο Γεδεών κατατρόπωσε τους εχθρούς με μια χούφτα πολεμιστές και ο Έλιο, σιωπηλά πενθώντας, αναλογίζεται τις απώλειες, αν και βαθιά μέσα του γνωρίζει πως έχει βρει την πίστη, και τον εαυτό του. Ο Άρμι Χάμερ, επιτέλους, αξιοποιεί διαολεμένα και δημιουργικά το «ελάττωμα» της ομορφιάς του, ενώ ο υποψήφιος για Όσκαρ και κύριος αντίπαλος του Γκάρι Όλντμαν για το βραβείο πρώτου ανδρικού ρόλου, ο 22χρονος Τιμοτέ Σαλαμέ εκπλήσσει με την αίσθηση του μετέωρου ψυχισμού που συνεχώς υπαινίσσεται η σύγκρουση της καρδιάς με το μυαλό, με μια πρώιμη σοφία στις κινήσεις του ανάμεσα στους διαλόγους.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ

Μετά τα εντυπωσιακά «I Am Love» και «A Bigger Splash», ο Ιταλός δημιουργός Luca Guadagnino, που καθηλώνει με τις εικόνες του, επιστρέφει με μία αισθησιακή και υπερβατική ιστορία για τον πρώτο έρωτα, βασισμένη στο γνωστό μυθιστόρημα του André Aciman σε διασκευή που προέκυψε από τη συνεργασία του σκηνοθέτη με τον σπουδαίο James Ivory («The Remains of the Day»).

Με φόντο τη λάγνα, λουσμένη στο φως καλοκαιρινή ιταλική εξοχή και πρωταγωνιστές με ακαριαία χημεία τους εξαιρετικούς και ανερχόμενους Armie Hammer («The Social Network», «The Lone Ranger») και Timothée Chalamet («Homeland», «Interstellar»), η ταινία εκφράζει με οικουμενική ευαισθησία και αφοπλιστική τρυφερότητα την ιδέα του να αφήνεσαι στον έρωτα και στην ομορφιά της ζωής, ακόμα κι αν αυτό σημαίνει να πονάς.

Το «Να με φωνάζεις με τ’ όνομα σου» έκλεψε τις εντυπώσεις κοινού και κριτικών στις διεθνείς φεστιβαλικές του προβολές στο Sundance -όπου έκανε παγκόσμια πρεμιέρα-, στο Βερολίνο, στη Στοκχόλμη και στην Αθήνα. Η ταινία θεωρήθηκε η Καλύτερη Ταινία της Xρονιάς για τους κριτικούς του Λος Άντζελες, που απένειμαν και το βραβείο Α’ Ανδρικού Ρόλου στον Timothée Chalamet. Αντίστοιχα, τα Gotham Awards, τα βραβεία των ανεξάρτητων ταινιών έδωσαν το βραβείο Καλύτερης Ταινίας και Καλύτερης Ερμηνείας στο «Να με φωνάζεις με τ’ όνομα σου», ενώ κέρδισε και τέσσερις υποψηφιότητες για τα βραβεία Bafta της Βρετανικής Ακαδημίας Κινηματογράφου (καλύτερης ταινίας, Α’ Ανδρικού ρόλου για τον Timothée Chalamet, σκηνοθεσίας για τον Luca Guadagnino, διασκευασμένου σεναρίου για τον James Ivory). Η τελευταία αναγνώριση ήρθε από την Αμερικανική Ακαδημία κινηματογράφου, που το έθεσε υποψήφιο για τέσσερα βραβεία Oscar (καλύτερης ταινίας, Α’ Ανδρικού ρόλου για τον Timothée Chalamet, διασκευασμένου σεναρίου και καλύτερου τραγουδιού (Mystery of Love) του Sufjan Stevens).

Σημείωμα του σκηνοθέτη

Μου αρέσει να πιστεύω ότι το «Να με φωνάζεις με τ’ όνομα σου» κλείνει την τριλογία των ταινιών μου για την επιθυμία, μαζί με το «I Am Love» («Είμαι ο έρωτας») και το «A Bigger Splash» («Κάτω από τον ήλιο»).

Εκεί που στις προηγούμενες ταινίες, η επιθυμία οδηγούσε στην κτητικότητα, τη μετάνοια, την περιφρόνηση, την ανάγκη για απελευθέρωση, στο «Να με φωνάζεις με τ’ όνομα σου» θέλαμε να εξερευνήσουμε ένα ειδύλλιο της νιότης. Ο Elio, ο Oliver και η Marzia έχουν μπλέξει σε ένα ερωτικό γαϊτανάκι, όμοιο με αυτό που περιέγραψε κάποτε ο Truman Capote ως τον έρωτα, που δεν έχει γεωγραφία, δεν ξέρει από σύνορα.

Η ταινία αποτίνει φόρο τιμής στους πατέρες της ζωής μου: τον πατέρα μου και τους κινηματογραφικούς, τον Renoir, τον Rohmer, τον Bertolucci.

Luca Guadagnino

Ταινία αισθήσεων

Σκοπός της ταινίας να χαϊδέψει το κοινό όπως οι ζεστές αχτίδες του ήλιου. Θυμίζει έντονα το ιταλικό καλοκαίρι, κάνει ποδηλατάδες, μεταμεσονύχτιες βουτιές, ακούει μουσική, ατενίζει έργα τέχνης, απολαμβάνει πολυτελή γεύματα κάτω από τον ήλιο και παρακολουθεί τη μεθυστική ερωτική αφύπνιση ενός δεκαεπτάχρονου. Όταν ο Elio ερωτεύεται τον Oliver, έναν χαρισματικό διδακτορικό φοιτητή που μένει με τους γονείς του στη βίλα τους στη βόρειο Ιταλία, γεννιέται μία εμπειρία που θα τους στοιχειώσει για καιρό. «Δεν θεωρώ την ταινία ένα υπέρ-διανοούμενο και εκλεπτυσμένο έργο τέχνης» λέει ο σκηνοθέτης Luca Guadagnino. «Είναι μια τρυφερή ερωτική ιστορία που επηρεάζει το κοινό με έναν αισιόδοξο τρόπο. Ήθελα να είναι σαν ένα κουτί με υπέροχα σοκολατάκια».

Από το χαρτί στο πανί

Η ταινία βασίζεται στο επιτυχημένο πρώτο μυθιστόρημα του André Aciman, το οποίο και έγραψε μέσα σε τρεις θυελλώδεις μήνες. «Έγραφα πιο γρήγορα από ποτέ στη ζωή μου» λέει ο Aciman. «Σαν να ήμουν ερωτευμένος. Η συγγραφή με πήγε σε μέρη που δεν θα τολμούσα να φτάσω. Υπάρχουν σημεία στο βιβλίο που δεν πιστεύω ότι τα έγραψα εγώ. Αλλά συνέβη. Το βιβλίο υπαγόρεψε τον ίδιο του τον εαυτό σε μένα».

Το βιβλίο κυκλοφόρησε το 2007 και θεωρήθηκε αμέσως μία μοντέρνα κλασική ιστορία για την πρώτη αγάπη, ενώ αποθεώθηκε για το βαθύ συναισθηματικό αποτύπωμα που άφηνε στους αναγνώστες. Το 2014, ο θρυλικός σεναριογράφος-σκηνοθέτης James Ivory («Howards End») κλήθηκε να διασκευάσει το βιβλίο σε κινηματογραφικό σενάριο. Μία αλλαγή που έκανε ο Ivory ήταν να διυλίσει το επάγγελμα του πατέρα. «Ήταν ένας ακαδημαϊκός κλασικών σπουδών, αλλά δεν μπορείς να έχεις κάποιον μπροστά στην κάμερα που απλώς σκέφτεται ή γράφει» λέει ο Ivory. «Οπότε τον έκανα έναν ιστορικό τέχνης-αρχαιολόγο». Το μυθιστόρημα είναι απομνημονεύματα, μέσα από τη ματιά του Elio, αλλά οι δημιουργοί το τοποθέτησαν στο εδώ και το τώρα. «Θέλαμε να καθρεφτίσουμε την ουσία του βιβλίου, χωρίς να το κάνουμε με τον ίδιο τρόπο» λέει ο Guadagnino. «Πήραμε άλλη διαδρομή». Στο αρχικό σενάριο μάλιστα υπήρχαν σημεία με αφήγηση, τα οποία δεν χρησιμοποιήθηκαν στην ταινία.


Ενώ το βιβλίο διαδραματίζεται στη Λιγκούρια της Ιταλίας, ο Guadagnino μετέφερε την ιστορία στην παραθαλάσσια πόλη Crema της Λομβαρδίας, όπου ζει. Έχοντας γνώση των τοπίων και του τρόπου ζωής, ένιωσε ότι θα ρίξει περισσότερο φως στη ζωή της οικογένειας των Perlman, των διανοούμενων που εκθέτουν τον γιο τους σε έναν κόσμο λογοτεχνίας, μουσικής και τέχνης. «Οι Perlmans έχουν βυθιστεί στη ζωή στην εξοχή, νιώθουν με κάθε τους αίσθηση μέρος της φύσης» λέει ο σκηνοθέτης. «Είναι σαν τη γη, τα δέντρα, τις αγελάδες, το γρασίδι, το νερό που τρέχει. Είναι μέρος του όλου. Αγαπούν και σέβονται τον κύκλο των εποχών». Η Amira Casar, που υποδύεται την Annella Perlman λέει: «Αυτό που με συγκινεί με τους πολύγλωσσους Perlmans, είναι ότι παρά την αγάπη τους για την παράδοση και το παρελθόν, είναι μοντέρνοι. Ενώ μεταδίδουν το γούστο τους για την κλασική παιδεία στον Elio σε αυτόν τον Κήπο της Εδέμ, την ίδια στιγμή τον σπρώχνουν να πειραματιστεί με τη ζωή του. Οι περισσότεροι γονείς τείνουν να κυριαρχούν στα παιδιά τους αντί να τα παροτρύνουν να βγουν έξω, να ζήσουν. Η ζωή είναι δώρο και πρέπει να τη ζούμε στο έπακρο! Νομίζω ότι η Annella και ο άντρας της είναι πολύ μπροστά από την εποχή τους, πολύ δεκτικοί, πρωτοποριακοί και επιτρεπτικοί».

Σαν στο σπίτι του

Το γύρισμα δίπλα στο σπίτι του Guadagnino προσέδωσε άνεση και απλότητα στη διαδικασία της παραγωγής, όχι μόνο για τον σκηνοθέτη, αλλά και όλο το συνεργείο. «Ήθελα να υποκύψω στην πολυτέλεια να κοιμάμαι στο ίδιο μου το κρεβάτι», λέει χαρακτηριστικά ο δημιουργός. Όπως συμβαίνει συνήθως στις ταινίες του Guadagnino, το πανέμορφο ιταλικό σπίτι έγινε εξίσου σημαντικός χαρακτήρας όσο και οι ηθοποιοί.

Προετοιμασίες

Για την προετοιμασία του, ο πρωταγωνιστής Timothée Chalamet, που είχε και τα περισσότερα να κάνει, έφτασε πέντε εβδομάδες πριν το γύρισμα στην Ιταλία. «Έπεσα με τα μούτρα στα μαθήματα ιταλικών για μιάμιση ώρα την ημέρα, μαθήματα πιάνου μιάμιση ώρα την ημέρα, μαθήματα κιθάρας μιάμιση ώρα την ημέρα και γυμναστική τρεις φορές την εβδομάδα» λέει ο Chalamet. Παρ’ όλο που είχε ήδη μελετήσει πιάνο για έξι χρόνια και κιθάρα για έναν χρόνο, ο ηθοποιός δούλεψε με τον Ιταλό συνθέτη Roberto Solci για να αναβαθμίσει τη δεξιότητα του στο υψηλό επίπεδο του βιρτουόζου Elio. Κι ενώ ο Νεοϋορκέζος ηθοποιός έχει περάσει πολλά καλοκαίρια της νιότης του στο σπίτι της γιαγιάς του στη Γαλλία, ήξερε ότι η ιταλική εκδοχή της δεκαετίας του ’80 θα ήταν κάτι διαφορετικό. Είχε επίσης την ευκαιρία να κάνει παρέα με νέα παιδιά στην Crema που δεν ήξεραν καν ότι είναι ηθοποιός και να αναζητήσει καθοδήγηση από τον Guadagnino για εκείνη την περίοδο. Ο Chalamet μιλάει άπταιστα γαλλικά και μπορούσε να καταλάβει μερικά ιταλικά, αλλά δεν ήξερε να μιλάει τη γλώσσα. «Εκτός από το πιάνο, τα ιταλικά ήταν κρίσιμα για μένα γιατί ήταν η μητρική γλώσσα του Elio και ήθελα να φτάσω σε αυτό το σημείο» λέει ο ηθοποιός.

Πρώτη επαφή

Ο Hammer ήταν ο επόμενος που κατέφθασε και ο Chalamet ήταν ένας από τους πρώτους ανθρώπους που συνάντησε. «Άκουσα κάποιον να παίζει πιάνο και μου είπαν ότι είναι ο Timmy! Είπα ότι θέλω να τον συναντήσω αμέσως». Οι δύο ηθοποιοί έγιναν αχώριστοι εκείνες τις εβδομάδες πριν το γύρισμα. «Κάναμε ποδήλατο, ακούγαμε μουσική, μιλούσαμε, πηγαίναμε για φαγητό, επισκεπτόμασταν μέρη στα οποία πηγαίνουμε και στην ταινία» λέει ο Hammer. Αφού ξεκίνησε το γύρισμα, οι δυο ηθοποιοί έκαναν πρόβες τις σκηνές τους κάθε νύχτα πριν το γύρισμα. Η οικειότητα και η χημεία που έγινε απτή στην οθόνη προέκυψε και από την οικειότητα των δύο ηθοποιών στην πραγματική ζωή.

Ένα μεγάλο ποσοστό της ιστορίας επικεντρώνεται στα χιλιάδες βήματα προς τα εμπρός και προς τα πίσω ανάμεσα στον Elio και τον Oliver πριν η σχέση τους να γίνει σωματική. Η ένταση πριν την κλιμάκωση είναι κοινό στοιχείο στα έργα του Guadagnino. «Μου αρέσει η βραδεία καύση» λέει ο δημιουργός. Ο Chalamet σχολιάζει: «Είναι ένα οικουμενικό παιχνίδι γάτας και ποντικιού που συμβαίνει ανάμεσα σε ανθρώπους που έλκονται ο ένας από τον άλλον, αλλά έχουν επιφυλάξεις και ανασφάλειες για το αν ο άλλος τους θέλει το ίδιο. Υπάρχει και ο φόβος γιατί δεν ζουν σε μία περίοδο ή τοποθεσία που αποδέχεται ή τους ενθαρρύνει να έχουν στενές σχέσεις».

Ιταλική ραστώνη

Όλοι οι ηθοποιοί έμεναν μέσα στην Crema και μπόρεσαν να απορροφήσουν τη μοναδική γοητεία και τους ρυθμούς της ζωής εκεί. «Έχει μια ησυχία εκεί που κάποιος που ζει σε μία μητρόπολη δεν την έχει εύκολα» λέει ο Michael Stuhlbarg, που υποδύεται τον πατέρα του Elio. «Οι περισσότεροι περπατούν, υπάρχουν λίγα αυτοκίνητα στην πόλη. Έχει μια ιδιαίτερη ατμόσφαιρα». Ο Guadagnino συχνά προσκαλούσε τους ηθοποιούς και το συνεργείο στο σπίτι του, όπου ετοίμαζε περίτεχνα γεύματα και έβλεπαν ταινίες. «Είναι φοβερός μάγειρας και απολαύσαμε πεντανόστιμα γεύματα» λέει η Casar. «Μας έφερε πιο κοντά τον έναν στον άλλον. Υπάρχει ένας εσωτερικός φόβος που μπορεί να πιάσει έναν ηθοποιό όταν προσεγγίζει τον ρόλο του και ο Luca δημιούργησε μία ατμόσφαιρα εμπιστοσύνης και χαράς ανάμεσα μας, οπότε μπορέσαμε να αναπτύξουμε οικειότητα». Ο Hammer συμπληρώνει: «Ο Luca μας έβαλε στο κλίμα της dolce vita που δεν υπάρχει πια στην Ιταλία. Η δουλειά σ’ αυτήν την ταινία, η συνύπαρξη με όλους αυτούς τους ανθρώπους τους οποίους ερωτεύτηκα, ήταν ανάλογη με την ιστορία της ταινίας για μένα. Όταν το σκέφτομαι, είναι σαν να έχω ερωτική σχέση με την ταινία».

Επιθυμία σε τρία μέρη

Ο Guadagnino πιστεύει ότι αυτή η ταινία είναι μέρος της τριλογίας που ξεκίνησε με το «I Am Love» και το «A Bigger Splash». «Οι τρεις ταινίες συνδέονται με την αποκάλυψη της επιθυμίας» λέει. «Είτε ένα ξέσπασμα επιθυμίας για κάποιον ή τη συνειδητοποίηση ότι είσαι το αντικείμενο του πόθου κάποιου. Σε αυτή την ταινία, ο Elio καταλαβαίνει ότι υπάρχει κάτι μέσα του που δεν ξέρει τι να το κάνει, αλλά θέλει να το ακολουθήσει». Ενώ η επιδίωξη της επιθυμίας σε άλλες ταινίες προκαλεί αναπάντεχα σκοτεινά γεγονότα, σε αυτήν την ταινία το αποτέλεσμα είναι ελπιδοφόρο και βαθύ. «Η ταινία είναι η όμορφη αναγνώριση του πώς αλλάζεις όταν αγαπάς κάποιον με θετικό τρόπο», λέει ο Guadagnino. Ο Chalamet σχολιάζει: «Ο Elio δεν βγαίνει από τη διαδικασία αναγκαστικά πιο ευτυχής, γιατί υπάρχει πόνος. Αλλά είναι παρ’ όλα αυτά πιο σοφός και πιο ολοκληρωμένος επειδή το πέρασε». Ο ηθοποιός Peter Spears λέει: «Αυτή η βαθιά σύνδεση ανάμεσα στους δύο αυτούς ανθρώπους θα χρωματίσει τη ζωή τους για πάντα. Ίσως για αυτό η ιστορία έχει πιο βαθιά αξία. Οι άνθρωποι νιώθουν ότι υπάρχει μία σύνδεση εκεί που ξεπερνά τον καλοκαιρινό έρωτα. Και οι δύο στοιχειώνονται από την ανάμνηση του άλλου».

Ταξίδι στο χρόνο

Και οι τρεις ταινίες του Guadagnino διαδραματίζονται μερικά χρόνια πριν το γύρισμα της κάθε ταινίας. Το «I Am Love» γυρίστηκε το 2008 αλλά διαδραματίζεται το 2001. Το «A Bigger Splash» γυρίστηκε το 2014 και διαδραματίζεται το 2011. To «Να με φωνάζεις με τ’ όνομα σου» γυρίστηκε το 2016 και είναι τοποθετημένο στο έτος 1983. «Δεν έχω κάνει ποτέ ιστορική ταινία, αλλά μου αρέσει η ιδέα να έχω μία χρονική απόσταση για καλύτερη προοπτική» λέει ο Guadagnino. «Σε αυτήν την ταινία, έχω να κάνω με μια στιγμή στην ιταλική ζωή για την οποία έχω πολλές δυνατές αναμνήσεις» λέει ο Guadagnino. Ο συγγραφέας Aciman σχολιάζει: «Το γεγονός ότι ξέρεις ότι η ιστορία συμβαίνει το 1983 δίνει στην ταινία μια υφή ελεγείας. Εντυπώνει στον χαρακτήρα το αίσθημα ότι κάτι που συμβαίνει τώρα μπορεί να μην επαναληφθεί ξανά και αυτό μπορεί να έχει συνέπειες για μία ζωή».

Το ταίριασμα

Η σύνθεση των ηθοποιών ήταν σχολαστική διαδικασία. «Θέλαμε να καταγράψουμε ακόμα και την καρδιά αυτών των χαρακτήρων, όχι μόνο μέσα από τα πρόσωπα τους, αλλά και μέσα από τον τρόπο που κινούνται στον χώρο» λέει ο Guadagnino. H Casar λέει: «Ο Luca έχει μία πολύ ακριβή ιδέα για τη σκηνοθεσία του, αλλά μέσα σε αυτή τη δομή, δίνει στους ηθοποιούς απέραντη ελευθερία», ενθαρρύνοντάς τους να αυτοσχεδιάζουν. «Ο Tim ήταν μια αποκάλυψη και καθόλα απρόβλεπτος» λέει ο Stuhlbarg. «Ήταν πολύ διαφορετικός κάθε φορά που έκανε πράγματα. Δεν ήξερες ποτέ τι θα συνέβαινε και ήταν σκέτη απόλαυση να το βλέπεις». Ένα καλό παράδειγμα ήταν η εκπληκτική τελευταία σκηνή. «Υπάρχουν τρεις λήψεις και είναι όλες διαφορετικές» λέει ο Chalamet. «Είμαι πολύ χαρούμενος με αυτή που επέλεξε ο Luca γιατί μου φαίνεται η πιο αληθινή σε σχέση με την κατάσταση του Elio εκείνη τη στιγμή».

Ενώ οι ταινίες του έχουν αποθεωθεί για τον ερωτισμό τους, ο Guadagnino δεν δείχνει τη σεξουαλικότητα άσκοπα. «Το σεξ στην οθόνη μπορεί να γίνει το πιο βαρετό θέαμα» λέει ο σκηνοθέτης. «Γενικά, αν η ερωτική πράξη είναι ένας τρόπος να εξερευνήσεις τη συμπεριφορά και πώς αντανακλάται στους χαρακτήρες, τότε με ενδιαφέρει. Αλλά είναι να κάνει μόνο με την απεικόνιση της πράξης, τότε όχι». Ο Chalamet σχολιάζει: «Όταν βλέπεις το πρώτο φιλί του Elio και το Oliver, την πρώτη φορά που κάνουν έρωτα, αυτές οι λήψεις έχουν μια διάρκεια. Βλέπεις την αμηχανία και τη φυσική ένταση με έναν τρόπο, που αν είχε πολλά κοψίματα στο μοντάζ, θα είχε χαθεί». Ο Hammer συμπληρώνει: «Νομίζω ότι πολλές σεξουαλικές σκηνές έχουν να κάνουν με τις καλύτερες γωνίες. Αλλά σε αυτή την ταινία βλέπεις δύο ανθρώπους που πεινάνε να εξερευνήσουν το σώμα ο ένας του άλλου. Όπου υπάρχει αβεβαιότητα, υπάρχει το άγνωστο, αυτό που ανακαλύπτεις όσο προχωράς».


Η περίφημη σκηνή με το ροδάκινο από το βιβλίο δείχνει πώς ο ερωτισμός χρησιμοποιείται στην ταινία για να ρίξει φως στον εσωτερικό κόσμο των χαρακτήρων. «Αυτό που συμβαίνει με τον Elio σε αυτή τη σκηνή είναι ένας συνδυασμός της λαχτάρας για τον Oliver και του να μην ξέρεις τι να κάνεις με την πλεονάζουσα σεξουαλική ενέργεια που έχεις στα 16, τα 17 και τα 18» λέει ο Chalamet. Τα αντικρουόμενα συναισθήματα του Elio τον οδηγούν σε μια φιλονικία ανάμεσα στους δύο, όταν ο Oliver προσπαθεί να φάει ένα ροδάκινο. «Όταν ο Elio γίνεται συναισθηματικός, είναι η στιγμή που ο Oliver καταλαβαίνει ότι ξεπεράστηκε ένα όριο στη σχέση τους», λέει ο Hammer. «Τώρα, αντί να κυριαρχεί, αρχίζει να κόβει τη φόρα του. Δεν έχει να κάνει μόνο με εμένα, πρέπει να είναι καλό και για τους δύο και έτσι συμβαίνει μια πραγματικά τρυφερή στιγμή, κατά την οποία συντονίζονται».

Η μελωδία

Η μουσική είναι ζωτική για τις ταινίες του Guadagnino, αλλά συνήθως δεν αναθέτει τη δουλειά σε συνθέτες. Αντ’ αυτού κάνει επιλογές από ήδη υπάρχοντα μουσικά θέματα, όπως συνέβη στην ταινία «I Am Love» που χρησιμοποίησε το έργο του σύγχρονου Αμερικανού συνθέτη κλασικής μουσικής, του John Adams. Το soundtrack της ταινίας είναι μια σύνθεση από έργα διαφόρων μουσικών, αλλά ο Guadagnino αποφάσισε ότι ήθελε να προσεγγίσει τον Αμερικάνο τραγουδιστή/συνθέτη Sufjan Stevens για να γράψει ένα τραγούδι ειδικά για την ταινία. «Ένας καλλιτέχνης που θαυμάζω πολύ είναι ο Sufjan. Η φωνή του είναι αγγελική και οι στίχοι του είναι τόσο βαθιοί, γεμάτοι λύπη και ομορφιά. Η μουσική του στοιχειώνει. Όλα αυτά τα στοιχεία τα ήθελα στην ταινία».

Ενώ ο Guadagnino ήξερε ότι ο Stevens δεν είχε ξαναδουλέψει για ταινία, τον προσέγγισε. Ο Stevens διάβασε το βιβλίο, έκαναν μια μεγάλη κουβέντα και το αποτέλεσμα ήταν να γράψει όχι ένα, αλλά δύο πρωτότυπα τραγούδια για την ταινία: το Mystery of Love και το Visions of Gideon. Όταν έφτασαν τα τραγούδια λίγο πριν το γύρισμα, ο Guadagnino προσκάλεσε τον Chalamet, τον Hammer και τον μοντέρ να τα ακούσουν στο σπίτι του. «Νομίζω ότι τα τραγούδια του Sufjan δίνουν άλλη τονικότητα στην ταινία» λέει ο Guadagnino. «Είναι σαν αφήγηση χωρίς αφήγηση».

Το soundtrack περιλαμβάνει κομμάτια από τον John Adams, τον Ryuichi Sakamoto, τον Satie, τον Ravel και το Capriccio on the Departure of his Beloved Brother του Bach, το οποίο ο Chalamet ερμηνεύει στην κιθάρα και το πιάνο. Καθώς η ταινία διαδραματίζεται τη δεκαετία του ΄80, ο Guadagnino επέλεξε ιταλική ποπ μουσική εκείνης της περιόδου, καθώς και τον ύμνο των Psychedelic Furs Love My Way. «Αγαπώ τους Psychedelic Furs» λέει ο Guadagnino. «Είναι κάπως αυτοβιογραφικό, γιατί θυμάμαι που το άκουγα όταν ήμουν 17 και με είχε συνεπάρει. Ήθελα να μου αποδώσω φόρο τιμής», λέει χαριτολογώντας.

Είναι καλύτερα να μιλάς ή να πεθάνεις;

Αξίζει να σημειωθεί ότι, ενώ η ταινία είναι μεταφορά λογοτεχνικού έργου, το μεγαλύτερο μέρος είναι χωρίς διαλόγους. Υπάρχουν σκηνές με πολύ κείμενο που αφαιρέθηκαν, όταν ο Guadagnino ένιωσε ότι δεν ήταν απαραίτητες. Όταν ο Elio δηλώνει τον έρωτα του για τον Oliver χρησιμοποιεί γλώσσα που δεν είναι άμεση. «Ήθελα η εξομολόγηση του Elio να παραμείνει αμφιλεγόμενη ώστε να μπορεί να την πάρει πίσω σε περίπτωση απόρριψης» λέει ο Aciman. «Ταυτίζομαι με τη δυσκολία του Elio. Πώς μιλάς με αυτόν τον τρόπο αν θες να κρατήσεις την αξιοπρέπεια σου άθικτη;». Η δύσκολη θέση του Elio αναφέρεται νωρίτερα στην ταινία από μια ιστορία του 17ου αιώνα της Marguerite de Navarre που διάβασε η Annella με τον τίτλο The Heptameron που μιλάει για έναν ερωτευμένο ιππότη και το δίλημμα του: Είναι καλύτερα να μιλάς ή να πεθάνεις; Ο Chalamet λέει: «Νομίζω ότι ο Elio έχει αρρωστήσει με τους υπολογισμούς και θα ήθελε απλώς να μιλήσει αλλά η έκθεση του εαυτού είναι το πιο τρομαχτικό τρόπο που μπορείς να κάνει. Νομίζω ότι μπορείς να επιχειρηματολογήσεις εξίσου υπέρ και κατά στην ταινία και στη ζωή». Ο Hammer λέει: «Δεν είναι απαραίτητο να μιλήσεις ή να πεθάνεις. Είναι αυτό που συμβαίνει με το υπόλοιπο της ζωής μετά τη στιγμή που έρχεσαι αντιμέτωπος με την επιλογή του να μιλήσεις ή να πεθάνεις. Ο θάνατος νομίζω ότι μεταφορικός. Αν δεν πεις αυτό που νιώθεις, αυτό που θέλεις, αυτό που είσαι, τότε ίσως ένα μέρος σου πεθαίνει».

Ένα από τα πιο φωτεινά μέρη του βιβλίου και της ταινίας είναι η τρυφερή συζήτηση που έχει ο Mr. Perlman με τον Elio κοντά στο τέλος της ταινίας, όπου προσφέρει την χωρίς όρους αγάπη και υποστήριξή του. Στην πραγματικότητα, ο χαρακτήρας του Mr. Perlman βασίζεται στον πατέρα του Aciman. «Ο πατέρας μου ήταν πολύ ανοιχτόμυαλος που δεν είχε αναστολές σε ό,τι αφορά τη σεξουαλικότητα» λέει ο Aciman. « Ήταν ένας άντρας που μπορούσες πάντα να μιλήσεις για ό,τι αφορούσε το σεξ. Οπότε δεν θα έγραφα έναν συνηθισμένο μονόλογο, του τύπου όλοι τα περνάμε αυτά ή πρέπει να πας σε ψυχίατρο. Ο πατέρας μου θα έλεγε ακριβώς αυτό που λέει ο πατέρας στο βιβλίο ή στην ταινία». Λέει ο Chalamet: «Αυτό που ήταν καθαρτικό ή διαφωτιστικό για μένα όταν έκανα τη σκηνή με τον Michael ήταν η αίσθηση ότι ο πόνος δεν είναι κάτι κακό. Στην πραγματικότητα, πρέπει να ασχοληθείς με τον πόνο γιατί αν τον αγνοήσεις ή αν προσπαθήσεις να τον ξεριζώσεις, θα χάσεις ό,τι καλό είναι να βγει από αυτόν. Προφανώς, υπάρχει απογοήτευση και πόνος, αλλά για να τα καταφέρεις και να σκεφτείς το καλό που προέκυψε σαν ένα φως στο τέλος της διαδρομής, πρέπει να είσαι τρυφερός με τον εαυτό σου. Να μην σκοτώνεις τον πόνο και όλο το καλό που φέρνει αυτός».


«Αν είσαι αρκετά τυχερός να νιώσεις κάτι βαθύ, ακόμα κι αν πονάει, μην το διώξεις μακριά» λέει ο Stuhlbarg. «Είναι απώλεια να νιώσεις κάτι όμορφο και μετά να προσπαθήσεις να προσποιηθείς ότι δεν συνέβη».

Back Home Up Next