Back Up Next
Ζούσε τη ζωής της

Ζούσε τη ζωή της

Vivre sa vie. Γαλλία, 1962. Μαυρόασπρη. Σκηνοθεσία-σενάριο: Ζαν-Λικ Γκοντάρ. Ηθοποιοί: Αννα Καρίνα, Αντρέ Λαμπάρτ, Σαντί Ρεμπότ, Ζεράρ Οφμάν, Γκιλέν Σλουμπεργκέρ. 80 λεπτά.

Το πορτρέτο μιας νεαρής Παριζιάνας, δοσμένο με ομορφιά, λυρισμό και δύναμη από το «τρομερό παιδί» της νουβέλ βαγκ.

Τον Ζαν-Λικ Γκοντάρ τον θαυμάζαμε στη δεκαετία του '60, όταν με ταινίες «Με κομμένη την ανάσα», «Η γυναίκα είναι γυναίκα» και «Αλφαβίλ» έκανε, μαζί με άλλους σκηνοθέτες της «νουβέλ βαγκ», μια εκπληκτική εμφάνιση σ' ένα γαλλικό κινηματογράφο ο οποίος, με λιγοστές εξαιρέσεις, έδειχνε πως βρισκόταν σε αδιέξοδο. Οι ταινίες του ανέτρεπαν κανόνες και πρότειναν μια νέα κινηματογραφική γλώσσα, με αποτέλεσμα να τις θαυμάζει όχι μόνο το κινηματογραφόφιλο κοινό αλλά και νέοι σκηνοθέτες σ' ολόκληρο τον κόσμο, από τον Μπερνάρντο Μπερτολούτσι στην Ιταλία μέχρι το Ναγκίσα Οσίμα στην Ιαπωνία, περνώντας από τον δικό μας Θόδωρο Αγγελόπουλο.

Σήμερα, σε μια εποχή που κυριαρχείται από τα αμερικανικά μπλοκ-μπάστερ, τα ειδικά εφέ και τη συνεχή, παράλογη συχνά, δράση, ο κινηματογράφος του Γκοντάρ μοιάζει να είναι εκτός πραγματικότητας. Κι όμως βλέποντας ορισμένες ταινίες του, όπως και άλλων συναδέλφων του της ίδιας εποχής (ιδιαίτερα του Τριφό, του Ρενέ, του Φρανζί) αισθάνεσαι ότι εδώ βρίσκεται ο αληθινός, ο μόνος πραγματικός κινηματογράφος. Ενας κινηματογράφος που δεν έπαψε να συγκινεί και να συναρπάζει.

Ξαναβλέποντας το «Ζούσε τη ζωή της» ανακαλύπτεις πως μπροστά σου έχεις μία από τις πιο σημαντικές και ώριμες ταινίες του σκηνοθέτη της. Η ταινία αφηγείται την ιστορία της Νανάς, που την ερμηνεύει η Αννα Καρίνα, με την οποία τότε ήταν παντρεμένος ο Γκοντάρ. Γυναίκα που την παρακολουθούμε σε 12 ταμπλό, λίγο ασύνδετα μεταξύ τους, που εκτυλίσσονται σε διάφορα μέρη: σ' ένα καφενείο, σ' ένα κατάστημα δίσκων, στο αστυνομικό τμήμα, σ' ένα δωμάτιο μ' έναν πελάτη που ψωνίζει στο δρόμο, κι αλλού. Η Νανά, παντρεμένη και με παιδί, έχει εγκαταλείψει τον άντρα της κι εργάζεται σ' ένα κατάστημα δίσκων. Διώχνεται από το διαμέρισμά της, θέλει να γίνει ηθοποιός, πάει στον κινηματογράφο, όπου βλέπει την κλασική βωβή ταινία «Τα πάθη της Ζαν Ντ' Αρκ» του Ντράγιερ, εκπορνεύεται, πέφτει στα χέρια ενός νταβατζή, ενώ στη συνέχεια γνωρίζει έναν άντρα που την ερωτεύεται.

Η ταινία του Ντράγιερ έχει σημασία στην ταινία. Ο Γκοντάρ κινηματογραφεί την Καρίνα όπως ο Ντράγιερ τη Φαλκονετί στη δική του ταινία. Με μαυρόασπρο φιλμ, με την κάμερα (που κινεί με δεξιοτεχνία ο Ραούλ Κουτάρ) να την παρακολουθεί σαν ένας θεατής, από διάφορες πλευρές, ακίνητη, σιωπηλή, ανέκφραστη, ασυμβίβαστη, να καπνίζει ή να περπατά στο δρόμο, να χορεύει, ξένοιαστη, ελεύθερη, χωρίς συναισθηματισμούς, να προσπαθεί να την προσεγγίσει και να την καταλάβει, σε πολύ κοντινά συνήθως πλάνα, με τη θαυμάσια (λιγοστή πρέπει να πω) μουσική του Μισέλ Λεγκράν να κάνει το δικό της σχόλιο, με αναφορές πετυχημένες όχι μόνο στην ταινία του Ντράγιερ αλλά και τη «Νανά» του Ρενουάρ, με τη φωνή του ίδιου του Γκοντάρ να σχολιάζει (σε μια θαυμάσια σκηνή διαβάζει ένα διήγημα του Εντγκαρ Αλαν Πόε, σε μετάφραση του Μποντλέρ). Ενα πορτρέτο όμορφο, συναρπαστικό, λυρικό, όπως η μουσική του Λεγκράν που το συνοδεύει.

Προβοκάτορας που έγινε... Πικάσο!

Το μεγαλύτερο επαναστατικό κίνημα στην ιστορία των εικόνων συνέβη εκεί γύρω στις αρχές του '60 όταν ένα άτακτο παλικάρι από την Eλβετία με το όνομα Zαν Λικ Γκοντάρ συνάντησε τον Πικάσο!

H μεγαλύτερη προβοκάτσια στη διαδρομή της τέχνης. Μια χούφτα σινεφίλ του Παρισιού, οι οποίοι είχαν καταναλώσει τόνους από ταινίες και βιβλία και είχαν μετατρέψει την κουβέντα σε επαναστατική γυμναστική επί 24ώρου βάσεως, αποφασίζουν, έτσι κυτταρικά, να εφορμήσουν, να καταστρέψουν και να ξαναφτιάξουν. Πίστευαν πως ο κόσμος ήταν δικός τους. Και ήταν. Ο ινστρούχτοράς τους, ο Ζαν Λικ Γκοντάρ, έμελλε να παίξει τον ρόλο του Χριστού για τους προσκυνητές της κινηματογραφικής κουλτούρας. Όπως περίπου λέμε π.X. και μ.X., έτσι και προ Γκοντάρ και μετά Γκοντάρ. Για να μην σας τρώω πολύτιμο χρόνο, απλώς έτσι από τον ενθουσιασμό που προκαλεί στον ανιδιοτελή θρησκευόμενο, στον πιστό και αφοσιωμένο εικονολάτρη της πιο συναρπαστικής έκφρασης της εποχής μας, η επαφή του με μια ασπρόμαυρη ταινία, το «Ζούσε τη ζωή της» («Vivre sa Vie»), γυρισμένη πριν από 44 χρόνια. Μία ταινία σκονισμένη από τα ράφια της Ταινιοθήκης. Σχεδόν λησμονημένη. Μόλις το είδα, από το πρώτο λεπτό μέχρι το φινάλε, αισθάνθηκα ξοφλημένος. Μια ζωή να γράφεις και μάλιστα να ανακαλύπτεις προτερήματα από ιστορίες που έχουν ξεπεραστεί πριν από μισό σχεδόν αιώνα. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη ταπείνωση! Και το εξηγώ.

«Ζούσε τη ζωή της»: Δύο, τρία πράγματα που πρέπει να ξέρει κανείς για τη Νανά (Αννα Καρίνα) της εποχής μας!

H προβοκάτσια που στήνει ο Γκοντάρ αρχίζει από το στόρι, το σενάριο, τους χαρακτήρες και την πλοκή. Είπε «γιατί έτσι κι όχι αλλιώς» και χωρίς δεύτερη συζήτηση τοποθέτησε μια πυρηνική βόμβα στα θεμέλια του αφηγηματικού (του στρωτού, ας πούμε) μοντέλου. Έτσι η ιστορία μιας Παριζιάνας με το συμβολικό όνομα Νανά (από τον Ζολά), μία ιστορία που αρχίζει με το τέλος μιας σχέσης και προχωράει ακάθεκτα προς την πορνεία, μετατρέπεται από μελό σε μια μικρογραφία του κοινωνικού άτλαντα της εποχής του και της εποχής μας. Ο Γκοντάρ ξεκινάει από την αρχή, πως δεν υπάρχει... αρχή. Εγκαταλείπει την Αριθμητική του Δημοτικού (ένα, δύο, τρία) και επιχειρεί να ανακαλύψει πρωτόγνωρα, για την εποχή του, μαθηματικά συστήματα. Όπως δηλαδή ο Πικάσο διαλύει τις συμβατικές φόρμες και βάζει στο τελάρο του Γεωμετρία και Μαθηματικά, έτσι και ο Γκοντάρ. Τέμνει, διαλύει, αποσυνθέτει και ανασυγκροτεί. Το κλειδί για την ανασύνθεση αυτής της άναρχης εικόνας είναι το ανακάτεμα. Στην Τζαζ το λένε «αυτοσχεδιασμό». Στα επιτραπέζια παιχνίδια «παζλ». Προϋπόθεση για τη σωστή τοποθέτηση των κομματιών είναι το «κάδρο». Το περιεχόμενο κάθε κινηματογραφικής εικόνας, όπως και τα όρια του οπτικού μας πεδίου, ονομάζεται κάδρο. Είναι ο «πίνακας» που περιλαμβάνει το βλέμμα του σκηνοθέτη. Το κάδρο στη συμβατική αφηγηματική ροή των εικόνων είναι μία ψευδής αναπαράσταση της πραγματικότητας. Το κάδρο του Γκοντάρ δεν υποδύεται το ψευδές, δεν είναι υποκατάσταση της πραγματικότητας. Είναι η προέκταση του μυαλού, του λόγου και των αισθημάτων του. Το κάδρο του Γκοντάρ ποιεί ήθος γιατί είναι προσωπικό και αυθεντικό. Σας φέρνω ένα παράδειγμα και όταν δείτε την ταινία να το θυμηθείτε. H σκηνή διαδραματίζεται σε μια γωνιά ενός καφέ του Παρισιού. Μπροστά μας, το πρόσωπο της Νανάς. Πίσω της, μια γιγαντιαία εικόνα της πόλης. Ακίνητη, νεκρή. Μπροστά από τη Νανά, ο προαγωγός της (αλλά εμείς βλέπουμε το πίσω μέρος του κεφαλιού του). H σχέση ανάμεσά τους θυμίζει το σύμπαν με τους πλανήτες. Το πρόσωπό της είναι φωτεινό σαν του ήλιου. Το κεφάλι του προαγωγού είναι... μαύρο, επομένως ανώνυμο. Χωρίς συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, σαν τη σκοτεινή πλευρά του φεγγαριού. Και το σύμπαν... ακίνητο και χαώδες! H αλλαγή που επέφερε το γκονταρικό παλιρροϊκό κύμα στο κινηματογραφικό σύμπαν ήταν σαρωτική. Περίπου απέδειξε το αυτονόητο. Όπως στη φύση, έτσι και με τις εικόνες τίποτα δεν είναι οριστικό, τίποτα δεν είναι τελειωμένο, τίποτα δεν είναι ολοκληρωτικά και μοναδικά προσδιορισμένο. Όπως η σειρά των λέξεων, των σκέψεων. Λέμε «σύνθεση», τοποθετούμε το «ανά» ή το «από» και αμέσως αλλάζουμε το περιεχόμενο. Για να συμβούν αυτές οι κολοσσιαίες μετατοπίσεις, πρέπει να απελευθερωθούμε από τις συμβάσεις, τις αγκυλώσεις, τους κανόνες και τα μοντέλα. Αρκεί να παρέμβουμε, να αλλάξουμε τη δοσολογία. Αρκεί να παρατηρήσουμε. Αρκεί να... παίξουμε.

Vivre Sa Vie

(Ζούσε Τη Ζωή Της)

Η Νανά (Άννα Καρίνα) αναζητεί την ευτυχία μακριά από το σύζυγο και το παιδί της και βρίσκει μια ψευδαίσθηση ελευθερίας στα πεζοδρόμια του Παρισιού...

Το «Ζούσε Τη Ζωή Της» ανήκει στην πρώιμη δημιουργική περίοδο του επαναστάτη φιλοσόφου – ποιητή της nouvelle vague Ζαν Λικ Γκοντάρ (είναι η τέταρτη ταινία του μετά τα «Με Κομμένη Την Ανάσα», «Ο Μικρός Στρατιώτης» και «Η Γυναίκα Είναι Γυναίκα») και φέρει όλα τα χαρακτηριστικά της: Έντονη σινεφιλία με άμεσες αναφορές σε άλλους δημιουργούς και κινηματογραφικά είδη, πειραματική και αυτοσχεδιαστική διάθεση, πνεύμα ελευθερίας αλλά και «παιχνιδιού».
Ως συνήθως, ο Γκοντάρ ξεκινά από το «συγκεκριμένο» για να ανακαλύψει τη «μεγάλη εικόνα», περνά από το φανταστικό στο πραγματικό και τουνάπαλιν («κατά βάθος ήθελα πάντα να κάνω έναν κινηματογράφο έρευνας με τη μορφή θεάματος», όπως θα έλεγε ο ίδιος σε μια συνέντευξή του στα Cahiers Du Cinema το Δεκέμβριο του ’62). Βασισμένος σε μια απλή, «ρεαλιστική» αφηγηματική δομή που εστιάζει στην εξωτερική όψη των πραγμάτων για να διεισδύσει μέσω αυτής στο εσωτερικό τους, ο Γκοντάρ διαιρεί το φιλμ σε δώδεκα μέρη – «σκηνές» («η ταινία μοιάζει με σειρά από μεγάλες πέτρες που τις παίρνεις και τις βάζεις τη μία δίπλα στην άλλη, φτάνει να διαλέξεις εξαρχής τις καλύτερες»), προσδίδοντας στο αποτέλεσμα μια έντονη θεατρικότητα. Ζητά από τους θεατές να λειτουργήσουν όπως η κάμερα του οπερατέρ Ραούλ Κουτάρ, ως αποστασιοποιημένοι παρατηρητές – ακροατές, τους υποχρεώνει να κοιτάξουν πίσω από την επιφάνεια και να τον ακολουθήσουν σε ένα περιπετειώδες διανοητικό, υπαρξιακό ταξίδι, με σταθμούς αλλεπάλληλα ερωτήματα γύρω από τη ζωή, την ανθρώπινη φύση, την ευτυχία, την «εκπόρνευση» της γλώσσας και των συναισθημάτων και οδηγό το εκφραστικό πρόσωπο της Άννα Καρίνα (η τότε σύντροφος του σκηνοθέτη). Μια από τις πιο γοητευτικές ταινίες του Γκοντάρ που εξακολουθεί ακόμη και σήμερα να αφοπλίζει το θεατή με τον αυθορμητισμό και την ειλικρίνειά της!

Back Home Up Next