Back Up Next
Μακριά

Μακριά

Uzak. Τουρκία, 2003. Σκηνοθεσία-σενάριο-μοντάζ: Νούρι Μπίλγκεν Τσεϊλάν. Ηθοποιοί: Μεχμέτ Εμίν Τοπράκ, Μουζαφέρ Οζντιμίρ, Φατμά Τσεϊλάν. 110 λεπτά.

Μοναξιά και αποξένωση μέσα από τη σχέση ανάμεσα σε δύο άντρες, στη σύγχρονη Κωνσταντινούπολη, σε μια ταινία δοσμένη με λιτότητα, οικονομία και ειλικρίνεια, η οποία βραβεύτηκε στο Φεστιβάλ Κανών.

Εντυπωσιακή η τρίτη αυτή τουρκική σκηνοθεσία του Νούρι Μπίλγκεν Τσεϊλάν, που δίκαια κέρδισε το ειδικό βραβείο της επιτροπής (μαζί και το βραβείο ανδρικής ερμηνείας που μοιράστηκε στους δύο πρωταγωνιστές) στο Φεστιβάλ των Κανών.

Η ιστορία στρέφεται γύρω από τη σχέση δύο αντρών, του Μαχμούτ, ενός 40χρονου φωτογράφου που ζει μόνος στην Κωνσταντινούπολη και του νεαρού ξαδέρφου του, Γιουσούφ, που φτάνει από το απόμακρο ορεινό χωριό του με στόχο να μπαρκάρει σε κάποιο πλοίο από το λιμάνι της Πόλης.

Ο Μαχμούτ, που αντιμετωπίζει υπαρξιακά και άλλα προβλήματα (έχει πρόσφατα χωρίσει με τη γυναίκα του η οποία σχεδιάζει να πάει στον Καναδά), αναγκάζεται απρόθυμα να φιλοξενήσει τον Γιουσούφ στο διαμέρισμά του. Ομως, καράβι δεν βρίσκεται και ο Γιουσούφ παραμένει για μεγάλο διάστημα σ' ένα διαμέρισμα, όπου ο Μαχμούτ προσπαθεί να του επιβάλει την απόλυτη τάξη...

Από τα πρώτα πλάνα, με τον Γιουσούφ ν' αποχωρεί από το παγωμένο τοπίο του χωριού του, ο Τσεϊλάν επιβάλλει ένα αυστηρό, εικαστικά προσεγμένο μέχρι την τελευταία του λεπτομέρεια, στιλ. Στιλ που κυριαρχεί και στις σκηνές στην Κωνσταντινούπολη, μια χειμερινή, χιονισμένη πόλη, που σπάνια έχουμε δει μέσα από μια τέτοια ματιά στον κινηματογράφο.

Εκείνο που ενδιαφέρει το σκηνοθέτη είναι να καταγράψει τα συναισθήματα, αλλά και τις σκέψεις των προσώπων του, να πλησιάσει τον ψυχολογικό τους κόσμο, να εξερευνήσει τη μοναξιά και τα προβλήματά τους, μαζί κι εκείνα του Μαχμούτ που η ζωή του στη μεγαλούπολη τον έχει αποξενώσει από τους άλλους ανθρώπους, τοποθετώντας ταυτόχρονα τα πρόσωπά του σ' ένα συγκεκριμένο κοινωνικό περιβάλλον, που άλλοτε τονίζει την κωμική κι άλλοτε την τραγική πλευρά του.

Η προσέγγισή του, λιτή, ειλικρινής, εικαστικά έξοχη, θυμίζει τον ιαπωνικό κινηματογράφο του Γιασουτζίρο Οτζου. Στις αρετές της ταινίας, και οι ερμηνείες των δύο ηθοποιών - δυστυχώς ο ηθοποιός που με τόση ευαισθησία ερμηνεύει τον Γιουσούφ σκοτώθηκε σε αυτοκινητικό δυστύχημα λίγο μετά το γύρισμα της ταινίας.

Ο Κισλόφσκι «μετακόμισε» στην Τουρκία

Αν υπάρχει φέτος μια έκπληξη και ένας... Κισλόφσκι, αυτός είναι ο Νουρί Μπίλγκε Σεϊλάν από την Τουρκία. Ανοίγει το σεντούκι και ανασύρει τα προικιά της 7ης Τέχνης. Υπενθυμίζοντας πως όλα, μα όλα, πρέπει να «λέγονται», να υπονοούνται και να διαβάζονται μέσα από την Εικόνα! Μια συμβουλή σάς δίνω. Αν πρόκειται να πολεμήσετε τους ενδοιασμούς και τις προκαταλήψεις σας και αν πρόκειται να δείτε μια τόσο αργή και υπαινικτική ιστορία - αυτή με την αλληγορική ονομασία «Uzak», δηλαδή «Μακριά» -, τότε σ' αυτή την περίπτωση πρέπει απαραιτήτως να οπλιστείτε με υπομονή και προσοχή. Τα βλέμματα του Τούρκου είναι δηλητηριώδη και θανατερά. Αλλά έτσι και τα προσπεράσεις πλήξη αφόρητη θα νιώσεις.

«Μακριά»: Κι όμως, αν και τουρκικό είναι εντελώς Κισλοφσκικό

Το στόρι, οι δύο όλοι και όλοι χαρακτήρες, η γκρίζα ατμόσφαιρα αλλά και το χιόνι, η αργή ρυθμολογία, οι «σωματικές» ερμηνείες και τα ημιτόνια που διαγράφονται από την εξαιρετική φωτογραφία του ίδιου σκηνοθέτη, όλα, μα όλα, είναι έτσι εναρμονισμένα και παντρεμένα που σαν πυραμίδα κορυφώνουν την έννοια της αλλοτρίωσης. Ο Μαχμούτ (Μουζαφέρ Οζντεμίρ, βραβείο ερμηνείας Καννών) αποξενωμένος από τον ιδεαλισμό του, μετασχηματισμένος στις ανάγκες του καιρού του και απομακρυσμένος από τον τόπο του, τη φτωχή οικογένειά του και το εξάδελφό του. Ο Γιουσούφ, ο εξάδελφός του, που έρχεται στην Κωνσταντινούπολη προς αναζήτηση εργασίας (Μεχμέτ Εμίν Τόπρακ, κι αυτός βραβείο ερμηνείας Καννών), αποκομμένος από την εργατική συνείδησή του και αλλοτριωμένος από τα όνειρά του. Ο τόπος (η γεωγραφία αυτής της αλλοτρίωσης) «άδειος» από ανθρώπους, από ήλιο, από εύκρατες θερμοκρασίες, από οτιδήποτε που να θυμίζει πόλη ζωντανή. Ένα κουφάρι σκοτεινό που κουβαλάει μέσα του δύο κόσμους αλλιώτικους και αλληλοσυγκρουόμενους. H Ανατολική όχθη ρακένδυτη, ανήμπορη και ευνουχισμένη. H Δυτική όχθη με το ένα πόδι στην Ευρώπη, με το άλλο στην Ασία. Σαν πλαδαρός, δυσκίνητος, αλλά καλοντυμένος και κοσμοπολίτικος πίθηκος, που τη μια στιγμή βλέπει Ταρκόφσκι και την άλλη το γυρίζει στο πορνό. Ούτε Τρίτος Κόσμος, μα ούτε Ευρώπη. Μη βαυκαλίζεστε. Κι αυτοί όπως κι εμείς (σε ανώτερο επίπεδο) ξεπουλούν και προεξοφλούν τον Δυτικό τους εκσυγχρονισμό. H δημιουργία του Σεϊλάν είναι ευλογημένη από τα μαθήματα του Κισλόφσκι και του Ταρκόφσκι. Με τις σιωπές φτιάχνει τη μουσική του, με τα βλέμματα, τους στίχους και με τους φωτισμούς τούς «μουσικούς» του. Εν ολίγοις, το πιο μοντέρνο, το πιο μπλουζ μοιρολόι που «άκουσα» τα τελευταία χρόνια και μου πήρε τη ματιά!

Ο επαρχιώτης Γιουσούφ (Μεχμέτ Εμίν Τοπράκ) εγκαταλείπει το φτωχό χωριό του και πηγαίνει στην Κωνσταντινούπολη για αναζήτηση δουλειάς. Εκεί θα φιλοξενηθεί από τον εξάδελφο του Μαχμούτ (Μουζαφέρ Οζντεμίρ), έναν επαγγελματία φωτογράφο που ζει αποξενωμένος, σηκώνοντας το αφόρητο βάρος των ανεκπλήρωτων καλλιτεχνικών του ονείρων. Η συμβίωση με τον «άξεστο» και «αδιάκριτο» Γιουσούφ θα τον φέρει αντιμέτωπο με όλα αυτά που τόσο καιρό προσπαθεί να αποφύγει, κρατώντας τα μακριά του...

Η ιστορία θα μπορούσε να έχει προκύψει από την πένα του Αντονιόνι και του Γκουέρα. Η άσκοπη περιπλάνηση του Γιουσούφ στην πόλη θυμίζει Κιαροστάμι.Το καδράρισμα, η φωτογραφία και οι σκηνοθετικοί ρυθμοί φέρουν τον ποιητικό απόηχο του κινηματογράφου του Ταρκόφσκι (που άλλωστε αποτελεί και μια από τις άμεσες αναφορές του φιλμ) ή του Αγγελόπουλου. Οι επιρροές του σαρανταπεντάχρονου Νουρί Μπιλγκέ Τσεϊλάν («Σύννεφα Του Μάη»)είναι έκδηλες αλλά όχι και καταδυναστευτικές και σίγουρα όχι ακατέργαστες. «Ουζάκ» στα τουρκικά σημαίνει «μακριά, από απόσταση». Η «απόσταση ασφαλείας» που ο κεντρικός χαρακτήρας έχει μάθει να κρατάει από τους γύρω του αλλά και από τον ίδιο τον εαυτό του, η μεθοδευμένη «αποχώρηση» του, η «νεκροζώντανη» νάρκη του. Η αλλοτρίωση και η αποξένωση του σύγχρονου ανθρώπου αρθρώνονται μέσα από τις ισχυρές σιωπές και από τους μονότονους, επαναλαμβανόμενους ήχους της πόλης – φυλακής και εικονογραφούνται μέσα από το παγωμένο και άγονο αστικό τοπίο (εξαιρετικά φωτογραφημένο από τον ίδιο τον σκηνοθέτη). Το «Μακριά», η ταινία που απέσπασε το μέγα βραβείο της επιτροπής του εφετινού φεστιβάλ Καννών, ζητά από τον θεατή ένα και μόνο πράγμα: Να μην το παρακολουθήσει αλλά να το δει με τα μάτια της ψυχής και της καρδιάς του ορθάνοιχτα.

Back Home Up Next