Back Up Next
Gosford Park

Gosford Park. ΗΠΑ, 2001. Σκηνοθεσία: Ρόμπερτ Ολτμαν. Σενάριο: Τζούλιαν Φέλοους, από ιδέα των Ρόμπερτ Ολτμαν και Μπομπ Μπάλαμπαν. Ηθοποιοί: Κριστίν Σκοτ Τόμας, Κέλι ΜακΝτόναλντ, Μάγκι Σμιθ, Εμιλι Γουότσον, Τζέρεμι Νόρθαμ, Αϊλίν Ατκινς, Χέλεν Μίρεν, Μάικλ Γκάμπον, Αλαν Μπέιτς, Ντέρεκ Τζάκομπι, Μπομπ Μπάλαμπαν. Διάρκεια: 136'.

 

Ειρωνική ματιά πάνω στον κόσμο των αριστοκρατών αλλά και των υπηρετών τους, σε μια αριστουργηματική ταινία δοσμένη με χορογραφικό ρυθμό, άνεση, φρεσκάδα, και μ' ένα εξαιρετικό καστ ηθοποιών. Από τις καλύτερες ταινίες της χρονιάς.

Παρά τα 76 του χρόνια, ο Ρόμπερτ Ολτμαν δεν έχει πάψει να μας εκπλήσσει. Ετσι και με την τελευταία του, υποψήφια για 7 Οσκαρ, ταινία «Εγκλημα στο Γκόσφορντ Παρκ», που είδαμε την περασμένη βδομάδα στο Φεστιβάλ Βερολίνου και που τώρα προβάλλεται και σε μας. Αφού καταπιάστηκε με όλα σχεδόν τα κινηματογραφικά είδη (κωμωδία, θρίλερ, φιλμ νουάρ, γουέστερν, δράμα, αντιπολεμική περιπέτεια κ.ά.), τη φορά αυτή ο Ολτμαν στράφηκε στην ταινία μυστηρίου και εγκλημάτων α λα Αγκαθα Κρίστι (το γνωστό who done it?), που, όπως και στις άλλες ταινίες του, καταφέρνει να ανατρέψει αντιμετωπίζοντάς την με σατιρική διάθεση, φέρνοντας στο νου την κλασική ταινία «Ο κανόνας του παιχνιδιού» του Ζαν Ρενουάρ, στην οποία και αποτίνει φόρο τιμής -ο ίδιος αποκάλεσε την ταινία του «Οι δέκα μικροί νέγροι συναντούν τον Κανόνα του Παιχνιδιού».

Η ιστορία εκτυλίσσεται στην Αγγλία του 1932, σ' ένα από τα τεράστια σπίτια -μέγαρα στην πραγματικότητα- των ευγενών, όπου ο πάμπλουτος σερ Γουίλιαμ (Μάικλ Γκάμπον) και η ψυχρή, έτοιμη για εξωσυζυγικές σχέσεις, γυναίκα του λαίδη Σίλβια (Κριστίν Σκοτ Τόμας) καλούν μια ομάδα συγγενών και φίλων για ένα κυνήγι στη διάρκεια του Σαββατοκύριακου. Ανάμεσα στους φιλοξενούμενους, η θεία Κόνστανς (Μάγκι Σμιθ), ο Αϊβορ Νοβέλο, κινηματογραφικό είδωλο της εποχής (Τζέρεμι Νόρθαμ) και ο Αμερικανός φίλος του και παραγωγός κινηματογραφικών ταινιών β' κατηγορίας (Μπομπ Μπάλαμπαν) και διάφοροι άλλοι που στόχο έχουν τα χρήματα του σερ Γουίλιαμ. «Κάτω από τις σκάλες», όπως ειρωνικά αναφέρεται, οι μαγείρισσες, η αρχιμαγείρισσα (Αϊλίν Ατκινς), οι υπηρέτες του σπιτιού, αλλά και οι προσωπικοί υπηρέτες των φιλοξενούμενων, ανάμεσά τους μια σέξι καμαριέρα (Εμιλι Γουότσον) και μια άλλη, καινούργια και αθώα (Κέλι ΜακΝτόναλντ), με τον αυστηρό, λιγομίλητο μπάτλερ του Αλαν Μπέιτς να τους επιβλέπει.

Ξεκινώντας από τα λόγια του μπάτλερ, «όλοι μας έχουμε να κρύψουμε κάποιο μυστικό», η ταινία, με βάση ένα εξαιρετικό, με πολλούς, εκκεντρικούς, πάντα ενδιαφέροντες χαρακτήρες, κι ένα λαμπρό, σπινθηροβόλο διάλογο (γραμμένο από τον Αγγλο Τζούλιαν Φέλοους), μας αποκαλύπτει, σταδιακά και μεθοδικά, συχνά μέσα από τα κουτσομπολιά των υπηρετών, τα διάφορα μυστικά που κρύβουν όσοι βρίσκονται στο Γκόσφορντ Παρκ, από τους αριστοκράτες μέχρι τους υπηρέτες. Σ' ένα θαυμάσιο στην κάθε του λεπτομέρεια ντεκόρ (του γιου του σκηνοθέτη, Στίβεν Ολτμαν), με μια κάμερα που κινείται αδιάκοπα πάνω και κάτω από τις σκάλες, στα δωμάτια, στους διαδρόμους, στα υπόγεια (η εξαιρετική φωτογραφία είναι του Αντριου Νταν), ο Ολτμαν ενορχηστρώνει με τρόπο θαυμαστό το κάθε τι, από τους ηθοποιούς μέχρι τα πιο φαινομενικά ασήμαντα αξεσουάρ (που βλέποντας την ταινία για δεύτερη φορά ανακαλύπτεις την αναγκαιότητά τους), αναμιγνύοντας το φόνο α λα Αγκαθα Κρίστι με το σχόλιο πάνω στις ταξικές σχέσεις και διαφορές, ανατρέποντας τους κανόνες του είδους για να φτιάξει μια ταινία αριστουργηματική, πραγματική δαντέλα, όπου το χιούμορ και η λεπτή ειρωνεία δίνουν τη θέση τους στο δράμα και τη σάτιρα, με τρόπο υποδειγματικό, όπως μόνο ένας αληθινά μεγάλος σκηνοθέτης μπορεί να πραγματοποιήσει.

Φτάνει να δει κανείς σκηνές, όπως εκείνη του κυνηγιού (αναφορά στο κυνήγι των λαγών στην ταινία του Ρενουάρ) ή εκείνη του φόνου που, χάρη στο σοφά δουλεμένο μοντάζ, ο Ολτμαν αντιπαραθέτει με την απολαυστική σκηνή του Νοβέλο να παίζει, για τους βαριεστημένους επισκέπτες, διάφορα τραγούδια του στο πιάνο, για να καταλάβει το ξεχωριστό, ανεπανάληπτο ταλέντο του σκηνοθέτη της. Βέβαια, ο Ολτμαν ξέρει να επιλέγει τους ηθοποιούς του, εδώ ένα από τα πιο δυνατά καστ Αγγλων ερμηνευτών, που όλοι, διάσημοι ακόμη και στον πιο μικρό ρόλο, φτιάχνουν χαρακτήρες που χαράσσονται στη μνήμη του θεατή. Την παράσταση, πάντως, «κλέβει» κυριολεκτικά η Μάγκι Σμιθ στον αβανταδόρικο ρόλο μιας κακεντρεχούς, φαρμακερής, σνομπ θείας, που της προσφέρονται και οι καλύτεροι διάλογοι της ταινίας.

 

Ντέιβιντ Μάμετ.

Μια τρισχαριτωμένη, σουρεαλιστική παρτίδα πινγκ πονγκ διαλόγων και ανατρεπτικών καταστάσεων που διαδραματίζεται ανάμεσα σε δύο ομάδες. Από τη μια οι... πρωταθλητές, από την άλλη ο Ερυθρός Αστέρας Αμαλιάδος. Από εδώ το συνεργείο με τους σταρ, από εκεί οι ψαρωμένοι οι χωριάτες. Με βασικούς αντιπάλους, παίκτες και συμπαίκτες, τον λιλιπούτειο Γουίλιαμ Μέισι (ο σκηνοθέτης), τον ρομαντικό και ευτραφή Φίλιπ Σίμουρ Χόφμαν (ο σεναριογράφος), την θρησκευόμενη... Σάρα Τζέσικα Πάρκερ (η πρωταγωνίστρια), τον νάρκισσο Άλεκ Μπόλντουιν (ο πρωταγωνιστής) και την αιλουροειδή ανήλικη Τζούλια Στάιλς. Η απομυθοποίηση του Χόλιγουντ στο πιάτο σας.

Ο Μπαλζάκ συναντάει την Αγκάθα Κρίστι

Ο ρεαλισμός δεν είναι μόνο ντοκιμαντέρ, είναι και μυθιστόρημα. Δεν είναι μόνο πορνογραφία παχύδερμων τεράτων, είναι και δαντέλα βρετανικής αριστοκρατίας. Δεν είναι μόνο Ούλριχ Ζάιντλ, είναι και Ρόμπερτ Όλτμαν.

Τον Νοέμβριο του 1932 - λίγες ημέρες πριν ο μικρός Αδόλφος σκαρφαλώσει στην καγκελαρία του Γ' Ράιχ - καμιά δεκαριά της λονδρέζικης αφρόκρεμας μαζί με τετραπλάσιο υπηρετικό προσωπικό μαζεύονται στη βιλάρα κάποιου «φίλου» μεγιστάνα για να περάσουν ένα Σαββατοκύριακο κυνηγώντας ορτύκια και μπεκάτσες. Αντί όμως για πουλιά και άλλα τετράποδα «κυνηγούν» την... πάρτη τους. Φοράνε τα γάντια τους, παρφουμαρίζονται, βάζουν τα καλά τους, τοποθετούν το χαμόγελό τους και ακολουθώντας το σαβουάρ βιβρ - όπως επιβάλλει το αυστηρό πρωτόκολλο της τάξης τους - αρχίζουν να «πυροβολούν» αλλήλους. Ταυτοχρόνως, οι μπάτλερ, οι μαγείρισσες και οι καμαριέρες αναπαράγουν με μεγαλύτερη αυστηρότητα την ίδια ιεραρχία, το ίδιο πρωτόκολλο και τις ίδιες συνήθειες. Το ασανσέρ της κοινωνίας. Από πάνω, στα σαλόνια, οι αυθεντικοί αφέντες, από κάτω, στα υπόγεια, οι λακέδες και οι πίθηκοι. Στο τέλος, από τους πολλούς, καλούς τρόπους, από τα φληναφήματα και τις ρεβεράντζες, το πάρτι καταλήγει μ' ένα αληθινό πτώμα στο γραφείο. Ποιος είναι ο δολοφόνος; Αν ζούσε η Αγκάθα Κρίστι θα 'λεγε «αυτός» ή «αυτή». Εγώ λέω... όλοι!

Το «Έγκλημα στο Gosford park» - που πάει για 7 Όσκαρ και μακάρι να τα πάρει, προκειμένου να αποφύγουμε τον εφιάλτη του «Άρχοντα των δαχτυλιδιών» - είναι η πιο φιλόδοξη και η πιο περίτεχνη σκηνοθεσία του 77χρονου Ρόμπερτ 'Ολτμαν. Ο αθεόφοβος τεμαχίζει την αφήγηση, σε σημείο που να την κάνει κιμά. Με δύο κάμερες που ακολουθούν αντιθετικές πορείες αλλά σκοπεύουν στην ίδια ακριβώς σκηνή καταφέρνει να χειρίζεται και να σκηνοθετεί παραλλήλως καμιά εικοσαριά πρόσωπα που μπαινοβγαίνουν και κυκλοφορούν σε δεκάδες δωμάτια αυτής της αχανούς κατοικίας. Έτσι ο θεατής καταλαμβάνεται από την ψευδαίσθηση πως διαρκώς όλοι και όλα μετακινούνται, ενώ στην πραγματικότητα όλοι και όλα παραμένουν στη θέση τους. Η αντίφαση - ανάμεσα στην «κινητή» οπτική του Όλτμαν και στην ακινησία του ανθρώπινου τοπίου - είναι από μόνο του το πιο πανούργο αισθητικό σχόλιο πάνω στη νεκροφάνεια αυτής της κοινωνίας.

Όμως το καλλιτεχνικό επίτευγμα της ταινίας δεν είναι μόνο η τεχνική της «κινητής» σκηνοθεσίας, αλλά η απίστευτη αρτιότητα των ηθοποιών και του ντεκόρ, πράγμα που θα έκανε τον μακαρίτη Ντέιβιντ Λιν αλλά και τον Τζέιμς Άιβορι να φιλήσουν τα πόδια του Όλτμαν. Η μισή αφρόκρεμα της βρετανικής σκηνής στις καλύτερές της στιγμές και σε ρόλους που εκ πρώτης όψεως δεν της ταιριάζουν. Γιατί ποιος άλλος - εκτός από τον δαιμόνιο και ξεροκέφαλο Όλτμαν - θα έβαζε ποτέ μια Έμιλι Γουότσον, μια Έλεν Μίρεν, έναν Ντέρεκ Τζάκομπι και έναν Άλαν Μπέιτς να παίξουν τον ρόλο του... καμαριέρη; Και το χειρότερο; Με αφεντικά τον Μάικλ Γκάμπον, την Κριστίν Σκοτ Τόμας, τον Τζέρεμι Νόρθαμ και την Μάγκι Σμιθ.

Το «Gosford park» απευθύνεται σε απαιτητικούς και ευφυείς θεατές. Η αφήγηση υφαίνεται με τη μέθοδο της σταυροβελονιάς. Μια βελονιά αριστοκρατίας, μια δεύτερη υπηρεσίας. Παράλληλες διαδρομές δύο διαφορετικών, κοινωνικών, στρωμάτων που κατοικούν κάτω από την ίδια στέγη, με ασανσέρ τον ιδιοφυή φακό του Όλτμαν. Ο ιστός που συγκρατεί και τις δύο βελονιές και τους δύο - διαφορετικούς - κοινωνικούς χώρους είναι το μεγάλο χρήμα. Ο αρχηγός του σπιτιού (ο Μάικλ Γκάμπον) είναι ο μόνος απ' όλους του Άγγλους που γράφει τους τρόπους και το πρωτόκολλο στα παλιά του τα παπούτσια. Όταν οι τσέπες σου είναι γεμάτες μπορείς να κάνεις ό,τι γουστάρεις. Το πρωτόκολλο και οι καλοί τρόποι είναι για τα κορόιδα. Αμ, πώς!

Back Home Up Next